Το ιδεολογικό πρόσημο είναι το μόνο στοιχείο που ενώνει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, την Ανγκελα Μέρκελ και τον Νικολά Σαρκοζί. Οι διαχυτικότητες, οι αγκαλιές και τα σταυρωτά φιλιά είναι αδύνατον να λειτουργήσουν σε συμβολικό επίπεδο όπως τα ενωμένα χέρια του Μιτεράν και του Κολ. Το χάσμα σήμερα είναι κάτι περισσότερο από εμφανές. Η Ανγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί υποκρίνονται σαν δυο ηθοποιοί στο παλκοσένικο που κρύβουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Οι πρωταγωνιστές της παράστασης δεν αγαπιούνται στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, περιφρονούν ο ένας τον άλλον, όπως ορκίζονται κάποιοι. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, εκείνος την αποκαλεί «Γερμαναρού». Εκείνη προσεγγίζει τις συναντήσεις τους ως ευσυνείδητη επαγγελματίας. Αλλά ο συναισθηματικός της έλεγχος δοκιμάζεται όταν εκείνος περνάει από το ένα θέμα στο άλλο, καταφεύγει σε γενικολογίες, συμπεριφέρεται παρορμητικά, πέφτει σε αντιφάσεις, γίνεται ανειλικρινής. Η Ανγκελα δεν συμπαθεί τον τύπο του ματσό άνδρα που εκπροσωπεί ο Νικολά. Είναι φυσικός, όχι δικηγόρος. Ο σύντροφός της είναι ένας χημικός που αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, όχι ένα πρώην σούπερ μόντελ, πολυγαμικό πλάσμα κατά δήλωσή του, που σήμερα εκφράζεται με τη μουσική, κάνει περάσματα από ταινίες του Γούντι Αλεν και γίνεται μαμά στα 43 της.

ΟΙ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΕΣ. Δεν πρόκειται μόνο για το πολιτισμικό χάσμα που τους χωρίζει και τον τρόπο ζωής. Πίσω από δυο τόσο διαφορετικές προσωπικότητες δεν μπορεί παρά να κρύβονται δυο εντελώς διαφορετικές θεωρήσεις για τον κόσμο, δυο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για την τάξη των πραγμάτων. Από αυτήν την συναισθηματική, ψυχολογική και αισθητική απόσταση αναζητείται μια κοινή συνισταμένη, ένα νέο σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου που θα κρατήσει όρθιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αλλά εκεί όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη δεν υπάρχει ούτε γενναιοδωρία. Στις γαλλικές επιφυλάξεις για την επανένωση της Γερμανίας, ο Χέλμουτ Κολ προσέφερε ένα κοινό νόμισμα και την προοπτική της πλήρους ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σήμερα, η Ανγκελα Μέρκελ δείχνει να μην πιστεύει σε εκείνο το όραμα. Κι ο Νικολά Σαρκοζί φοβάται ότι η Γερμανία θα φύγει μέσα από τα δικά του χέρια. Ο Κόνραντ Αντενάουερ, πρώτος Καγκελάριος της μεταναζιστικής Γερμανίας, έλεγε ότι σε περίπτωση κρίσης ανάμεσα στις δυο χώρες, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας γερμανός ηγέτης είναι να κοιτάξει τη σημαία που κυματίζει από την άλλη πλευρά του Ρήνου. Είναι κάτι που ο γάλλος Πρόεδρος θα ήθελε να υπενθυμίσει στη γερμανίδα Καγκελάριο. Μόνο που η συγκυρία κάνει τις διαφορές στην άλλη πλευρά του Ρήνου να φαίνονται πιο έντονες. Ο συγκεντρωτισμός του Παρισιού μοιάζει εντελώς παράταιρος με τον γερμανικό φεντεραλισμό. Ο διαφορετικός τρόπος που προσλαμβάνεται στις δυο πρωτεύουσες η έννοια της δημοσιονομικής πειθαρχίας προκαλεί καχυποψία. Οι Γερμανοί γκρινιάζουν επειδή πιστεύουν ότι θα κληθούν να πληρώσουν «τα χρέη των γειτόνων», οι Γάλλοι στραβώνουν με τους «τσιγκούνηδες» Γερμανούς. Το χάσμα ξεκινά από την κορυφή και απλώνεται στη βάση σαν λεκές από λάδι.

Παρά το χάσμα, το γαλλογερμανικό διευθυντήριο, σύμφωνα με τον όρο που προτιμούν οι άσπονδοι φίλοι, κρατά ερμητικά κλειστή την πόρτα σε τρίτους. Το τάνγκο είναι για δύο. Πριν από μερικές ημέρες, ο ιταλός υπουργός Φράνκο Φρατίνι επιχείρησε να αλώσει το κάστρο με μια επιθετική δήλωση: «Εμείς πιστεύουμε ότι μια κρίση σαν κι αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με διμερείς άξονες». Η παγωμένη αντίδραση από το Βερολίνο και το Παρίσι ήρθε άμεσα. Οι Γάλλοι υποστήριξαν ότι «η Γαλλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία πρόθεση να παριστάνουν το διευθυντήριο». Οι Γερμανοί υπήρξαν πιο ευθείς: «Είμαστε οι μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης. Εχουμε μια ιδιαίτερη ευθύνη για το μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ». Το επεισόδιο αυτό, το νιοστό στη μεταπολεμική ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης, προσέφερε την ευκαιρία στην ιταλική εφημερίδα «Ρεπούμπλικα» να αφιερώσει μερικές σελίδες στο φαινόμενο Μερκοζί. Ναι, η συγκατοίκηση μοιάζει περισσότερο από ποτέ αναγκαστική, ο Νικολά Σαρκοζί και η Ανγκελα Μέρκελ θυμίζουν το «Παράξενο ζευγάρι» των Γουόλτερ Ματάου και Τζακ Λέμον και ναι, το χάσμα θα παραμείνει αγεφύρωτο ανάμεσά τους έως ότου οι Γάλλοι εκλέξουν νέο Πρόεδρο και οι Γερμανοί νέο Καγκελάριο. Αλλά, ο γαλλογερμανικός άξονας δεν πρόκειται να παραχωρήσει ούτε μια ίντσα της κυριαρχίας του. Το Βερολίνο και το Παρίσι μπορεί να διαφωνούν για τον μηχανισμό σταθερότητας, αλλά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν υπάρχει θέση για κανέναν άλλο.

Μάταια διαμαρτυρόταν ο Φρατίνι ότι «οι υπόλοιποι δεν ξέρουμε καν ποια είναι η ατζέντα, αν υπάρχει βεβαίως». Η πρότασή του να «καθήσουν γύρω από το τραπέζι και οι «27» προκειμένου να βρεθεί μια λύση για την Ελλάδα» έπεσε στο απόλυτο κενό. Ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών μιλούσε ως εκπρόσωπος της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης. Αυτή, όμως, είναι η μία ανάγνωση. Η άλλη λέει ότι η Ρώμη έχει το μεγαλύτερο χρέος μετά την Αθήνα και μια πολιτική ηγεσία που έχει χάσει κάθε αξιοπιστία. Η Ιταλία είναι μέρος του προβλήματος όχι της λύσης.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ. Επειτα, στην παρέα του γαλλογερμανικού δεν θα ήθελε τρίτους ούτε η Ουάσιγκτον. Από την εποχή που επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ήταν ο Χένρι Κίσινγκερ, οι Αμερικανοί αναρωτιούνται ποιο νούμερο πρέπει να καλέσουν εάν χρειαστεί να μιλήσουν με την Ευρώπη. Στον άξονα Παρίσι – Βερολίνο τα τηλεφωνικά νούμερα είναι περισσότερα από ένα. Ωστόσο, η αίσθηση ότι η εξουσία συγκεντρώνεται σε έναν πυρήνα χωρίς να διαχέεται σε διάφορα θεσμικά κέντρα (Κομισιόν, προεδρεύουσα χώρα, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης) δεν είναι ψευδής. Στις δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης η Ουάσιγκτον, οι Κινέζοι κι όποιος άλλος θέλει να σωθεί το ευρώ, προτιμούν την κακή χημεία των δύο παρά την κακοφωνία των «27». Στο μεταξύ, ο υπερκινητικός Νικολά Σαρκοζί και η συγκρατημένη Ανγκελα Μέρκελ θα συνεχίσουν να υποκρίνονται πάνω στη σκηνή ότι τρέφουν βαθιά συναισθήματα ο ένας για το άλλον. Μέχρι να κατέβουν από το παλκοσένικο για να αναλάβουν οι επόμενοι την ευθύνη του άξονα. Που πολλοί θα ήθελαν να είναι ένα άλλο ζεύγος, επίσης συμμετρικό ιδεολογικά, αλλά από το απέναντι στρατόπεδο: ο γάλλος Σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ και ο γερμανός Σοσιαλδημοκράτης Πέερ Στάινμπρουκ.