Το απόσπασμα από την ταινία «Δεν σας αρέσει η αλήθεια: Τέσσερις μέρες στο Γκουαντάναμο», η οποία προβάλλεται από σήμερα στη Βρετανία, είναι συγκλονιστικό. Δείχνει έναν αδύνατο έφηβο διπλωμένο στα δύο κάτω από έναν προβολέα σ’ ένα γυμνό κελί ανακρίσεων. «Δεν νοιάζεστε για μένα», λέει στους ανακριτές του ξανά και ξανά. Αφού αυτοί φεύγουν, η κάμερα στο ταβάνι δείχνει το σώμα του να συσπάται από τους λυγμούς του, που μόλις που ακούγονται κάτω από το βουητό του κλιματιστικού. Κατά την ανάκριση αυτή, που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 2003 στο Γκουαντάναμο, ο εν λόγω έφηβος, ο καναδός πολίτης Ομαρ Χαντρ, ήταν μόλις 16 ετών και βρισκόταν ήδη επτά μήνες σε στρατιωτικές φυλακές.

Σήμερα ο Ομαρ Χαντρ είναι 25 χρόνων και εξακολουθεί να βρίσκεται στο Γκουαντάναμο, ο τελευταίος Δυτικός που εξακολουθεί να κρατείται εκεί. Σύντομα θα μεταφερθεί σε φυλακή στον Καναδά, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που συνήψε πέρυσι με τους κατηγόρους του δηλώνοντας ένοχος για εγκλήματα πολέμου με αντάλλαγμα τη μεταγωγή του από το κολαστήριο του Γκουαντάναμο. Σε ό,τι αφορά το Πεντάγωνο, η υπόθεσή του έχει κλείσει. Οπως όμως υπογραμμίζει η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν», η ταινία από την ανάκρισή του δημιουργεί ανησυχητικά ερωτήματα.

Πρώτον, γιατί οι ΗΠΑ δίκασαν ένα παιδί που συνελήφθη στα 15 του στο Αφγανιστάν, όταν οι συνθήκες του ΟΗΕ ορίζουν πως οι ανήλικοι μαχητές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως θύματα; Δεύτερον, πόσο αξιόπιστη είναι η ομολογία που ο Χαντρ λέει ότι του απέσπασαν με βασανιστήρια και, όπως προέκυψε αργότερα, με έμμεσες απειλές για ομαδικό βιασμό του; Η ταινία δημιουργεί αμφιβολίες ακόμη και για τον ισχυρισμό του Πενταγώνου πως ο Χαντρ ήταν υπεύθυνος για τον φόνο ενός αμερικανού στρατιώτη – το έγκλημα για το οποίο δικάστηκε. Ο στρατιώτης είναι πιθανό να σκοτώθηκε από φίλια πυρά, ενώ υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν τον Ομαρ να κείτεται τραυματισμένος κάτω από συντρίμμια τη στιγμή που φέρεται ότι έριξε τη χειροβομβίδα που σκότωσε τον στρατιώτη.

Ο Ομαρ Χαντρ συνελήφθη τον Ιούλιο του 2002 από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ανατολικό Αφγανιστάν, έπειτα από σφοδρές μάχες με ισλαμιστές μαχητές, στους οποίους είχε αναθέσει τη φροντίδα του εφήβου ο πατέρας του, ο Αχμεντ Χαν, ένας γεννημένος στην Αίγυπτο μηχανικός που έγινε καναδός πολίτης και φέρεται ότι ήταν στέλεχος της Αλ Κάιντα. Στο ντοκουμέντο από την ανάκρισή του ο Ομαρ εμφανίζεται τρομοκρατημένος, ξεσπάει σε λυγμούς, κάποια στιγμή ζητάει τη μητέρα του. Αρχικά παραδέχεται ότι είχε συναντήσει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και μετά λέει πως το είπε επειδή φοβόταν ότι θα τον βασανίσουν κι άλλο. Συμφώνησε με τους κατηγόρους να παραδεχθεί την ενοχή του με αντάλλαγμα να μην καταδικαστεί σε περισσότερα από οκτώ χρόνια – παρά το γεγονός ότι η UNICEF επιμένει πως οι μόνοι ένοχοι για εγκλήματα πολέμου είναι οι ενήλικοι που υποχρέωσαν έναν έφηβο να πολεμήσει.