Λένε πως υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τον κόσμο της ειρήνης και της ευημερίας από τον κόσμο της φρίκης και του πολεμικού κανιβαλισμού. Με αυτή πάντοτε φλερτάριζε η τηλεόραση και δη η ενημερωτική, καθώς σύμφωνα με μια αντίληψη για τη λειτουργία της πρέπει να έχει τον ρόλο του μέσου εκτόνωσης του χειρότερου εφιάλτη, της μεγαλύτερης φοβίας του φιλοθεάμονος που ήταν τότε, στις εποχές της αφθονίας, το να απολέσει ό,τι έχει και δεν έχει.

Η καθημερινή ενημέρωση είναι ένας γολγοθάς ανακοινώσεων μέτρων, ένα συνονθύλευμα ειδήσεων που από τη φύση τους εμπεριέχουν τον τρόμο για ένα άδηλο μέλλον. Ουδείς γνωρίζει. «Δεν θέλω να κάνω τον μάντη» έλεγε ο Γιάννης Πρετεντέρης στο δελτίο του Mega συζητώντας για το τι σημαίνει η πρωτοβουλία της Μέρκελ να ενεργοποιηθεί και να μιλήσει ακόμη και για αλλαγή των συνθηκών που ορίζουν τη λειτουργία της ΕΕ. «Σαν να ζούμε ένα ριάλιτι της πολιτικής» παρατηρούσε η Ολγα Τρέμη τις προάλλες και την ίδια ορολογία ακούστηκε να χρησιμοποιούν πολιτικοί, καταφεύγοντας σε όρους τηλεόρασης περισσότερο για λόγους επικοινωνιακούς παρά ουσίας, καθώς το «πολιτικό ριάλιτι» έχει καθιερωθεί ως μέθοδος πολιτικής επικοινωνίας στην εποχή της τηλεόρασης πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση. «Κάνω τηλεόραση περισσότερο από 30 χρόνια, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ ότι η πολιτική είναι μόνο τηλεόραση» παρατηρούσε η Λιάνα Κανέλλη στην εκπομπή των Καμπουράκη – Οικονομέα καλεσμένη την επομένη της ομιλίας της στη Βουλή, στην έναρξη της οποίας παρουσίασε μια φρατζόλα και ένα μπουκάλι γάλα για να υπογραμμίσει το κόστος της καθημερινής ζωής.

Μόνο τηλεόραση η πολιτική δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ. Παραμένει πάντοτε ένα μεγάλο κομμάτι της να αναπτύσσεται και να διαμορφώνεται στη σκιά των τηλεοπτικών προβολέων. Μια σκιά που μεγάλωνε όσο περισσότερα δανειζόταν από τη γλώσσα της τηλεόρασης, όσο περισσότερο υποτασσόταν στους όρους της τηλεόρασης και βρέθηκε να πληρώνει την αδυναμία αντίστασής της στην ευκολία του τηλεοπτικού τελετουργικού. Οι πολίτες μπήκαν στη θέση του κοινού και απομακρύνθηκαν από την ουσία της πολιτικής, σαν να μην τους αφορά το θέαμά της.

Πλέον η συνθήκη αλλάζει. Οσα άλλοτε αποτελούσαν τον ψυχαγωγικό, εκτονωτικό «τρόμο του καναπέ» γίνονται πραγματικότητα. Οι απώλειες είναι αληθινές. Και εκείνη η τηλεοπτική ορολογία που χάριν επικοινωνιακού εντυπωσιασμού χρησιμοποιούνταν για να στηλιτευτούν ελαττώματα του πολιτικού βίου μοιάζει να ορίζει την πραγματικότητά του. Σαν να κλείνουν τείχη γύρω από τους πολίτες, από το τηλεοπτικό κοινό, από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, όπως σε ένα μπιγκμπραδερικό σύμπαν στο οποίο συμμετέχουν όλοι συναινώντας στους ασφυκτικούς όρους του, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, πλην της αποβολής τους διά ψηφοφορίας τρίτων που τους παρακολουθούν, την οποία στην πραγματικότητα ουδείς επιθυμεί. Εξ ου και εξακολουθούμε να ισορροπούμε στη λεπτή κόκκινη γραμμή, αν και η ανάγκη των καιρών είναι η εκ βάθρων αλλαγή του λόγου με τον οποίο επικοινωνούμε.