Η αξιολόγηση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής (Μνημόνιο 1 και 2) της εσωτερικής υποτίμησης, της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας αποδεικνύει τη σημερινή δυσμενή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της χώρας μας καθώς και αυτήν που διαγράφεται μέχρι το 2015.

Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία διανύει το τρίτο έτος ύφεσης και εισέρχεται σε μερικούς μήνες στο τέταρτο, με πλήρη απαξίωση της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων και ελεγχόμενη απαξίωση των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου, χωρίς η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης που βρίσκεται σε εξέλιξη να έχει επιτύχει τους στόχους της.

Αντίθετα, αυτό που έχει επιτευχθεί είναι η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού στο 2003, του κατώτατου μισθού σε επίπεδα πριν το 1984, του επιπέδου ανεργίας στο 1961, της εγχώριας ζήτησης στο 2003, του επιπέδου του ΑΕΠ στο 2005, της παραγωγικότητας της εργασίας στο 2005, των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο έτος 1998 (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011).

Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι η προσδοκία της τρόικας και των φορέων άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα για ανάκαμψη και επιστροφή της οικονομίας στις αγορές το 2012 δεν επιβεβαιώθηκε. Ομως, παρά την αποτυχία του Μνημονίου για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές το 2012, εκτιμούν ότι με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο στρατηγικής 2012-2015, η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στις αγορές το 2014.

Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος με την παράταση της ύφεσης, την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση της κατανάλωσης και την αβεβαιότητα μείωσης του δημόσιου ελλείμματος (17 δισ. ευρώ το 2011, 15 δισ. ευρώ το 2012, 11,5 δισ. ευρώ το 2013) και το δημόσιο χρέος να μην υποχωρεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2012 και να διαμορφώνεται το 2020 στο επίπεδο των 409 δισ. ευρώ, το 200% του ΑΕΠ (ΟΟΣΑ 2011, ΙΝΕ 2011), καθιστώντας το χρέος «μη βιώσιμο» και «μη διαχειρίσιμο» με συνέπεια την επίσπευση της στάσης πληρωμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011 οι λήξεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου ανέρχονται σε 35,2 δισ. ευρώ, σε 35,3 δισ. ευρώ το 2012, σε 37,6 δισ. ευρώ το 2013, σε 57,7 δισ. ευρώ το 2014, σε 39,4 δισ. ευρώ το 2015 και την περίοδο 2016-2020 οι λήξεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου θα ανέλθουν σε 84,3 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και να συμπεριληφθούν στα έσοδα του Μεσοπρόθεσμου οι εισπράξεις από τις προβλεπόμενες ιδιωτικοποιήσεις, το δημόσιο χρέος της χώρας μας αντί να μειωθεί θα αυξάνεται ως το τέλος της δεκαετίας του 2020. Ομως, ώς τότε ο συνεχής δανεισμός της χώρας συνοδευόμενος από την εφαρμογή αυστηρών μέτρων λιτότητας θα μετατρέψει την ελληνική οικονομία από πραγματική σε εικονική, με βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας (2013) μόνο κατά 10%, με σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και με σοβαρή απώλεια της δυναμικότητας των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.

Τα αξιολογικά αυτά δεδομένα αποδεικνύουν τις εσωτερικές αντιφάσεις των μέτρων και της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, σε μία μεθοδολογική προσέγγιση στόχου-αποτελέσματος και συνηγορούν με την άποψη ότι η μη επίτευξη των στόχων τους οφείλεται κυρίως στη συστημικότητα της κρίσης της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας και όχι στην ελλιπή ή μη εφαρμογή των μέτρων από τους φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας και στις άλλες μεσογειακές χώρες.

Αντίθετα, οι διεθνείς οργανισμοί (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα, χωρίς να αποδέχονται το αρνητικό αποτέλεσμα του Μνημονίου 1 και την ex ante αξιολόγηση αποτυχίας επίτευξης των στόχων του Μεσοπρόθεσμου, θεωρούν απαραίτητη την εφαρμογή του για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να επιστρέψει στις αγορές το 2014, μετά την αποτυχία του κεντρικού στόχου του Μνημονίου 1 για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στις αγορές το 2012.

Παράλληλα, οι διεθνείς οργανισμοί και οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη υποστηρίζουν και επιδιώκουν να πείσουν την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι πρόκειται περί μιας κρίσης χρέους που επιδεινώνεται εξαιτίας της μη συνεπούς εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέτρων από τις συγκεκριμένες χώρες (Ελλάδα) και όχι ότι πρόκειται περί μιας συστημικής κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Σε αυτή τη θεώρηση οφείλεται κυρίως η αβεβαιότητα και η ανησυχία των διεθνών οργανισμών αλλά και των αγορών για την επερχόμενη ενδεχομένως βαθύτερη ύφεση, που εκτιμάται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι θα επέλθει από το επόμενο έτος στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή οικονομία.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ