΄Εκλεισε, λοιπόν, η πρώτη από τις πιθανώς πολλές χρονιές που το ελληνικό βιβλίο θα πορεύεται κάτω από τον αστερισμό της Κρίσης. Μιας κρίσης πολιτισμικής, πριν και πάνω από οτιδήποτε άλλο, που κάποιοι συγγραφείς μας την είχαν προαναγγείλει, θα το ξαναπώ, σε μυθιστορήματα και διηγήματά τους, όταν ακόμη φαινόταν αδιανόητη
Χαρίζω αυτή την παρατήρηση κυρίως σ΄ εκείνους που αγανακτούν επειδή οι διανοούμενοι «δεν μιλάνε». Είναι οι ίδιοι που τους αγνοούν, όταν μιλάνε έγκαιρα αντί για «επίκαιρα», γιατί εκείνοι προτιμούν ό, τι τους χαϊδεύει τ΄ αφτιά και τους επιβεβαιώνει. Καθόλου τυχαία, η έκφραση «Κασσάνδρες» είναι ειρωνική και απαξιωτική στην τρέχουσα γλώσσα, διαστρεβλώνοντας αυτό που έκανε η αυθεντική Κασσάνδρα. Είναι, φυσικά, υπερβολικά νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα για τη μεσομακροπρόθεσμη επίδραση που θα έχει ηεκδηλωμένη κρίση στη φυσιογνωμία της λογοτεχνίας μας και στη συμπεριφορά του αναγνωστικού κοινού. Μερικές διαπιστώσεις όμως με αφορμή τη φετινή παραγωγή βάζουν σε σκέψεις.

Μελετώντας, πρώτα πρώτα, τον κατάλογο με τα δεκαπέντε πιο ευπώλητα βιβλία της χρονιάς, όπως τον παρουσίασε ο Μανώλης Πιμπλής στο «Βιβλιοδρόμιο» της 11-12 Δεκεμβρίου, παρατηρώ ότι δεν περιλαμβάνει ούτε έναν τίτλο της απαιτητικής λογοτεχνίας (απαιτητικής ως προς τον προβληματισμό, όχι απαραίτητα την τεχνική της γραφής), όπως δεν περιλαμβάνει καμία από τις προσιτές στο ευρύ κοινό μελέτες και δοκίμια που εκδόθηκαν γύρω από την παγκόσμια κρίση ή την ελληνική παραφυάδα της. Επιπλέον, σχεδόν όλα τα βιβλία της δεκαπεντάδας κινούνται, θεματικά, στον χώρο της ιδιωτικής ζωής και οι ελάχιστες εξαιρέσεις οφείλονται ολοφάνερα στη μόδα που συνδέεται με το όνομα του συγγραφέα. Η εικόνα αυτή ασφαλώς δεν παραπέμπει σε μια κοινωνία που κλονίζεται από βίαιες αλλαγές και προσπαθεί να ανασυνταχτεί. Μάλλον υποδηλώνει μια κοινωνία που επιμένει στις διανοητικές συνήθειές της, που επιδιώκει να ξεχάσει την κρίση αυξάνοντας την ήδη μεγάλη εσωστρέφειά της και γυρίζει την πλάτη σε μορφές δράσης ή προβληματισμού που επιχειρούν να δώσουν καινούργιο περιεχόμενο στη δημόσια σφαίρα.

Βλέπω, έπειτα, ότι στα περισσότερα μυθιστορήματα και νουβέλες της χρονιάς, στη συντριπτική θα έλεγα πλειονότητά τους και χωρίς μάλιστα να υπολογίσουμε τη ροζ λογοτεχνία, το θεματικό πλαίσιο είναι η οικογένεια. Αυτό βέβαια δεν είναι καινούργιο. Το καινούργιο και ενδιαφέρον είναι ότι, με προφανή εξαίρεση τα ροζ μυθιστορήματα, η ελληνική οικογένεια δεν περιγράφεται πια ως καταφύγιο, εγγύηση ασφάλειας, κύτταρο κοινοτικής συνοχής και αλληλοϋποστήριξης, παρά τις όποιες αντιθέσεις και τριβές της. Απεναντίας, παρουσιάζεται όχι απλώς προβληματική αλλά ανεπανόρθωτα διαβρωμένη, δηλητηριασμένη, εστία κινδύνων και πρόξενος κάθε λογής ψυχικών διαταραχών. Το περίεργο, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, είναι ότι προσωποποίηση όλων αυτών των δεινών γίνεται σχεδόν πάντοτε η μητέρα, στην οποία συχνά αποδίδονται δαιμονικά χαρακτηριστικά! Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν η ελληνική οικογένεια ασθενεί- η διάγνωση της λογοτεχνίας μας είναι κατηγορηματικήαλλά αν η παρακμή του πατριαρχικού μοντέλου οικογενειακής εξουσίας οδηγεί σήμερα από τις τραυματικές σχέσεις με πατέρεςαφέντες σε τραυματικές σχέσεις με τις αναβαθμισμένες μητέρες. ( Ενδεικτικά, θα μπορούσα να αναφέρω τα βιβλία των: Ελένης Γιαννακάκη Snaf, Μάρως Δούκα Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Σπύρου Καρυδάκη Τherion, Ιωάννας Καρυστιάνη Τα σακκιά, Σοφίας Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους, Χρήστου Οικονόμου Κάτι θα γίνει, θα δεις, Σταυρούλας Σκαλίδη Κρέας από σταφύλι Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Αστοχία υλικού ).

Αλλά το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι, παρά την κατάσταση σήψης στην οποία απεικονίζεται η ελληνική οικογένεια, τα νεότερα ενήλικα μέλη της δεν κατορθώνουν και μάλλον δεν επιθυμούν αληθινά την απεξάρτηση από αυτήν. Απλώς δυσφορούν και η δυσφορία τους βρίσκει διέξοδο μόνο σε ατέρμονες όσο και άγονες αντιπαραθέσεις και προστριβές με τους μεγαλύτερους. Αυτό κι αν μας βάζει σε σκέψεις! ΄Οποια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα και αν αντανακλά (κρίση στην αγορά εργασίας, μικρή απορροφητικότητα εργατικού δυναμικού από τον ελληνικό καπιταλισμό, αντοχή των παραδόσεων ακόμα και όταν έχουν χάσει το περιεχόμενό τους), μας υπενθυμίζει πόσο λίγο έχει προχωρήσει ο ΄Ελληνας από τον «ομαδισμό» (όπως θα έλεγε ο Στέλιος Ράμφος) προς την εξατομίκευση, που χαρακτηρίζει τις πραγματικά σύγχρονες κοινωνίες. Κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε από τους χαρακτήρες των περισσότερων ελληνικών μυθιστορημάτων.

Λέγεται συχνά τώρα τελευταία ότι η εφαρμογή του Μνημονίου θα οδηγήσει σε κοινωνικό κανιβαλισμό. Στην πεζογραφία μας, ένα κύμα πραγματικού κανιβαλισμού δεν περίμενε το Μνημόνιο για να ενσκήψει. Λιγότερα εγκλήματα και φρικαλεότητες συναντάει κανείς πια στα αστυνομικά μυθιστορήματα απ΄ ό, τι στα άλλα. Σαδιστικοί φόνοι, τελετουργικές ανθρωποθυσίες, αφαίρεση οργάνων (και ζωών) για εμπορική εκμετάλλευση, ακραίες ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές από φαινομενικά καθωσπρέπει άτομα πληθαίνουν με γοργό ρυθμό στα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα. Το φαινόμενο είναι απίθανο να οφείλεται σε διαστροφές της συγγραφικής φαντασίας. Μάλλον εκφράζει τον τρόμο απέναντι σε μια κοινωνική πραγματικότητα που, με ή χωρίς το Μνημόνιο, αποκτά ολοένα πιο θηριώδη χαρακτηριστικά, που δεν δεσμεύεται πια από καμία αξία και όπου οποιοσδήποτε σκοπός οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας αγιάζει οποιοδήποτε μέσο.

Καλή χρονιά, παρόλα αυτά! ΄Ετσι κι αλλιώς οι ευχές βρίσκονται πάντοτε εκείθεν (ή εντεύθεν) της λογοτεχνίας…

Το πιο περίεργο είναι ότι, παρά την κατάσταση σήψης στην οποία απεικονίζεται στα βιβλία η ελληνική οικογένεια, τα νεότερα ενήλικα μέλη της δεν κατορθώνουν και μάλλον δεν επιθυμούν αληθινά την απεξάρτηση από αυτήν