Και το χαρτί ομίλει, αλλά τι μπορεί να έλεγε;

Ραβασάκι ή λυπητερή;

Χρονιάρες μέρες και η ψηλή μου δενδρολιβανιά αποδεικνύεται εκ των υστέρων συνθηματική φιλοφρόνηση. Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ήταν, λένε οι λαογράφοι, ένας ερωτικός δούρειος ίππος.

Κοσμητικά, μυρωδάτα και γευστικά επίθετα μπλεγμένα με τυπικές και κοινότοπες ευχές για τον καινούργιο χρόνο.

Ζυμωτή, εσύ είσαι αρχόντισσα κυρία, συνέχιζε να τραγουδάει και να… ψήνει παράλληλα το παλικάρι κι ο έρωτας τρύπωνε λαθραία από το παράθυρο των ζυγών στίχων. Οι μονοί για τους φίλους, τους γνωστούς και τους συγγενείς και οι ζυγοί να απευθύνονται δήθεν αθώα, δήθεν στο πνεύμα των ημερών, στις κοπέλες των σπιτιών. Όταν το έμαθα ήταν αργά. Είχα τραγουδήσει ήδη καμιά τριανταριά φορές τα κάλαντα για το καλό του χρόνου. Δεν είχα την πρόθεση, αλλά δεν γνώριζα πως ήταν άλλο ένα ανδρικό προνόμιο. Άλλωστε ούτε υπήρχαν χιόνια στα καμπαναριά, ούτε χωριά για να ξυπνήσουν.

Ο έρωτας άλλαζε και δεν προλάβαμε. Έγινε στερεοφωνικός, ψηφιακός, ηλεκτρονικός, εικονικός και συνεχίζει ακάθεκτος. Αν τον δείτε εσείς μαζί με το παλικάρι της προσμονής και της Παραμονής, πείτε του μόνο πως έχει χάσει τη ζάχαρη, το μέλι, τα κόκκινα μάγουλα ακόμη και τον Αϊ-Βασίλη του. Τον λένε σπόνσορα τώρα.

Μαζί του ο Βαλτάσαρ, ο Μελχιώρ κι ο Γκάσπαρ αντί για τα άστρα χαζεύουν πια αστέρες κάτω από τα φώτα πολύχρωμων προβολέων κι εγώ πολύ φοβάμαι πως αν δω φέτος το Πνεύμα εν είδει περιστεράς, θα ζητήσω απόδειξη για να το περάσω του χρόνου στην Εφορία για γαλοπούλα.