ΚΟΝΤΡΑ στην κοινή λογική και κάθε δημοκρατική διαδικασία κινούνται όσοι οργάνωσαν τα τελευταία επεισόδια βίαιης διακοπής εκδηλώσεων λόγου, δημόσιων συζητήσεων και ομιλιών ακόμη και μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους.

ΤΟ φαινόμενο τείνει να πάρει μορφή επιδημίας, καθώς τα κρούσματα πληθαίνουν και γίνονται ολοένα και περισσότερο βίαια. Δυστυχώς όμως αυτό είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου.

ΣΕ αυτή την ιστορία ουδείς είναι αναμάρτητος. Από τα κόμματα και τους πολιτικούς που αντί διαλόγου επιδίδονται σε αλληλοκατηγορίες, μέχρι τον πνευματικό κόσμο που, σε πολλές περιπτώσεις, προσωποποιεί ακόμη και τις επιστημονικές διαφορές απόψεων.

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ έτσι ένα κλίμα μισαλλοδοξίας, φανατισμού και περιχαράκωσης που δυστυχώς δεν περιορίζεται μόνο σε επιστημονικά ή πνευματικά ζητήματα.

ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ και σε κοινωνικές συμπεριφορές. Οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών, οι νεοφασιστικές επιδρομές, ακόμη και ο χουλιγκανισμός στους αθλητικούς χώρους, αποτελούν ακραίες εκφράσεις της ίδιας λογικής:

ΣΤΗΝ επιβολή ακόμη και «διά ροπάλου» της δικής μας γνώμης, στην απόρριψη κάθε μη αρεστής άποψης, στον εξοστρακισμό του διαλόγου από τη διακίνηση και διαμόρφωση των ιδεών και των αντιλήψεων.

ΤΕΤΟΙΕΣ πρακτικές ασφαλώς δεν έχουν θέση σε ελεύθερες και δημοκρατικές κοινωνίες. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να γίνονται σε χώρους, όπως οι πανεπιστημιακές αίθουσες, όπου το άσυλο ισχύει ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο: για να διακινούνται ελεύθερα όλες οι ιδέες, όλες οι γνώμες και οι απόψεις.

ΟΛΑ αυτά αποτελούν συμπτώματα μιας ευρύτερης κοινωνικής κρίσης. Και μπορεί, προς το παρόν, να υιοθετούνται μόνον από μικρές μειοψηφίες, όμως είναι ενδεικτικά μιας νοοτροπίας που συνεχώς επεκτείνεται, βοηθούσης και της όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων.

Η πολιτεία, ο πνευματικός κόσμος, η κοινωνία ολόκληρη, οφείλει να την αντιμετωπίσει έγκαιρα. Προφανώς με διάλογο και πειθώ, ώστε να μη δώσει αφορμή για περισσότερη βία.