Η ερωτική επιθυμία συχνά συγχέεται με την ερωτική διέγερση, η οποία έπεται της επιθυμίας. Μπορεί δηλαδή ένας άνθρωπος να επιθυμεί να έρθει σε σεξουαλική επαφή, αλλά να δυσκολεύεται να βιώσει ικανοποιητική διέγερση, στύση, οργασμό κ.λπ. Αντίστροφα, αν ο άνθρωπος δεν έχει σεξουαλική επιθυμία, τότε και τα επακόλουθα σεξουαλικά βιώματα σε επίπεδο διέγερσης είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιηθούν.

Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας είναι η εμφάνιση επανειλημμένων ανεπαρκών σεξουαλικών φαντασιώσεων ή η πλήρης απουσία τους ή η απουσία επιθυμίας για σεξουαλική δραστηριότητα. Η έντονη ενόχληση και η δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι αναπόφευκτη συνέπεια.

Η υποτονική σεξουαλική επιθυμία μπορεί να είναι χρόνια ή επίκτητη. Συγκεκριμένα, ο «ισόβιος τύπος» της διαταραχής εμφανίζεται στην περίοδο της εφηβείας και συνήθως ακολουθεί μία επίμονη πορεία σε επίπεδο συμπτωματολογίας, ενώ διακρίνεται από ανθεκτικότητα στην αλλαγή. Ο συγκεκριμένος τύπος οφείλεται συνήθως σε βαθιά ενδοψυχικά αίτια (π.χ. ενοχές) και δεν εξαρτάται η εμφάνισή του από ορόσημα ζωής.

Αντίθετα, ο «επίκτητος τύπος» συνήθως αρχίζει στην ενήλικη ζωή και εκλύεται έπειτα από στρεσογόνες εξωγενείς καταστάσεις (π.χ. έντονοι διαπληκτισμοί με τον/την σύντροφο, εργασιακή πίεση, αποχή από τη σεξουαλική πράξη).

Η ύπαρξη ψυχιατρικής διαταραχής (π.χ. κατάθλιψη, ψύχωση) ή χρόνιες σωματικές νόσοι μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τα επίπεδα της σεξουαλικής επιθυμίας. Ψυχολογικοί παράγοντες, επίσης, συμβάλλουν πρωτογενώς ή δευτερογενώς στην εκδήλωση υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας, όπως:

* Οι ηθικές αναστολές, η ενοχή, η ντροπή για τη σεξουαλική πράξη.

* Η βαθύτερη δυσκολία στη συναισθηματική έκφραση.

* Το έντονο άγχος για τη σωματική επαφή/σεξουαλική πράξη.

* Η ταύτιση της σεξουαλικής πράξης με την «επιτυχία» ή την «αποτυχία».

* Η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

* Οι έντονες και δυσεπίλυτες διαπροσωπικές δυσκολίες με τον/τη σύντροφο.

Οι γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες εμφανίζουν προβλήματα στη σεξουαλική τους επιθυμία. Ίσως ο ρόλος τους να φροντίζουν τους άλλους να τις οδηγεί στο να μην καλλιεργούν τη σχέση με τον εαυτό τους και με τη σεξουαλικότητά τους. Εδώ, και οι άνδρες, συχνά λόγω μίας μαθημένης αίσθησης υπεροχής αδυνατούν να συναισθανθούν και να ανταποκριθούν στις ερωτικές ανάγκες μιας γυναίκας, με αποτέλεσμα η σεξουαλική πράξη συχνά να μεταμορφώνεται σε μια πράξη σχεδόν «αυτιστική».

Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι που εμφανίζουν τα παραπάνω συμπτώματα θα πρέπει να εξεταστούν αρχικά από ψυχίατρο και από παθολόγο, προκειμένου να διευκρινιστεί η ύπαρξη ή απουσία συννοσηρών διαταραχών. Κατόπιν, η ψυχοθεραπεία ενδείκνυται ως ένας τρόπος βαθύτερης κατανόησης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης των εν λόγω συμπτωμάτων.

Η Μυρσίνη Κωστοπούλου είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια (Ρh.D) Εmail:myrsi@hol.gr