Στα χρόνια της αντιπολίτευσης, ο Γιώργος Παπανδρέου διατύπωνε απόψεις για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κράτους και για τη σχέση τους με τον πολίτη, οι οποίες θεωρήθηκαν προχωρημένες ως ρηξικέλευθες για τα δεδομένα του ελληνικού πολιτικού λόγου. Ο κ. Παπανδρέου έγινε τελικά Πρωθυπουργός. Και, όπως φαίνεται μέχρι στιγμής, όσα έλεγε τα εννοούσε. Η κυβερνητική απόφαση για την πλήρη κατάργηση των stage στο Δημόσιο αιφνιδίασε πολλούς, και όχι μόνο ανήκοντες σε αντίπαλους πολιτικούς χώρους. Χωρίς έκπληξη, οι περισσότεροι από τους αντιπολιτευόμενους άρπαξαν την ευκαιρία να λαϊκίσουν. Από τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν, γενικότερα, στην απόφαση της κυβέρνησης, δύο αξίζουν ίσως μεγαλύτερη συζήτηση.

Η πρώτη αφορά τη δυσλειτουργία που θα προκληθεί από τη μη ανανέωση των συμβάσεων στους οργανισμούς όπου υπηρετούσαν οι «μαθητευόμενοι». Αν αυτό πράγματι ισχύει, τι άλλο είναι παρά η απόδειξη της ανορθολογικής και εντέλει πελατειακής κατανομής του προσωπικού στον υπερτροφικό δημόσιο τομέα της χώρας; Θα μπορούσε η μαύρη εργασία των πολιτικών ομήρων να εξακολουθήσει να αναπληρώνει πολλαπλάσιους εξαφανισμένους, αργούντες ή τοποθετημένους σε άχρηστες θέσεις δημοσίους υπαλλήλους; Η δεύτερη αντίρρηση αφορά στη μη μοριοδότηση των σταζιέρ. Πράγματι, οι «μαθητευόμενοι» θα μπορούσαν να μοριοδοτούνται, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή τους θα υπάκουε εξαρχής σε διαφανή αξιολογικά κριτήρια. Αλλά αυτό δεν ίσχυσε ποτέ.

Από κάθε άποψη, η κυβέρνηση έλαβε μια ορθή απόφαση, έντιμη έναντι του κοινωνικού συνόλου. Λίγες ώρες αργότερα, ο Πρωθυπουργός, με την ιδιότητα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, προσήλθε στο Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος και υπέβαλε πρόταση για το πρόσωπο του νέου γραμματέα του. Την πρόταση υπερψήφισαν λιγότερα από τα μισά μέλη του Συμβουλίου. Πολιτικοί αναλυτές εξέφρασαν την εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας υποδηλώνει την αντίθεση της πλειονότητας των μελών του Συμβουλίου στη μη επαρκώς αιτιολογημένη πρόταση ενός προσώπου με μικρή κομματική διαδρομή και αντίστοιχα μικρή «αναγνωρισιμότητα». Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα επρόκειτο για υγιή αντίδραση των στελεχών ενός κόμματος με κατοχυρωμένη εσωτερική δημοκρατία και με ανάλογες απαιτήσεις διαβούλευσης. Αλλά αναρωτιέται κανείς γιατί δεν συνέβη το ίδιο στην πρόταση από τον κ. Παπανδρέου και την εκλογή από το Εθνικό Συμβούλιο των προκατόχων του κ. Ξυνίδη, δηλαδή της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου και του Γιάννη Ραγκούση. Σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν επρόκειτο, τότε, για «ιερά τέρατα» του κόμματος. Και θα περίμενε κανείς η διάθεση αμφισβήτησης να εκδηλωθεί ευχερέστερα στον καιρό της αντιπολίτευσης παρά την επαύριο της εκλογικής νίκης. Η ερμηνεία του «μηνύματος» που έστειλαν τα στελέχη στον πρόεδρό τους δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετική. Και αρκεί να λάβουμε υπόψη τα χαρακτηριστικά του ανθυποψηφίου του κ. Ξυνίδη για να το πιστοποιήσουμε. Με απλά λόγια, το βαθύ ΠΑΣΟΚ έπαθε σοκ. Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά όσων προσδοκούν ως αυτονόητη την ενσωμάτωσή τους στο «σύστημα εξουσίας», με τους παραδοσιακούς ελληνικούς όρους, καθώς και όσων δίνουν τον τόνο σε αντίστοιχης συγκρότησης συστήματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, ανά την ελληνική επικράτεια. Πολλοί απ΄ αυτούς εκπροσωπούν τον σκληρό πυρήνα του κόμματός τους στο Εθνικό Συμβούλιο. Αν προσθέσετε την ταραχή που τους προκαλεί η επικείμενη ριζική μεταβολή του πολιτικού συστήματος σε συνδυασμό με τη διοικητική αναδιάρθρωση, η αντίδρασή τους γίνεται αρκετά κατανοητή.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου έδωσε ένα σαφές στίγμα προθέσεων με την έναρξη της θητείας της τόσο σε ό,τι αφορά την επιλογή του πολιτικού προσωπικού που θα στελεχώσει την κυβερνητική μηχανή όσο και για την ευρύτερη ρύθμιση της στελέχωσης του Δημοσίου και των σχέσεων κράτους- πολίτη. Όπως κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, οι αποφάσεις αυτές της κυβέρνησης τέμνουν οριζόντια το πολιτικό φάσμα. Στο ζήτημα των stage, η Αριστερά έσπευσε να αναδιπλωθεί στη συντηρητικότερη θέση της μονιμοποίησης όλων. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. διαιρέθηκαν. Η Ντόρα Μπακογιάννη, που απέφυγε τον ακραίο λαϊκισμό, είδε το προβάδισμά της στον σκληρό πυρήνα του κόμματός της να συρρικνώνεται έναντι του Αντώνη Σαμαρά.

Όπως συνέβη σε εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα στο παρελθόν, έτσι και τώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου συνασπίζει μια πολιτική μειοψηφία που έρχεται να συνομιλήσει με μια κοινωνική πλειοψηφία. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να υπερκεράσει τις αντιστάσεις και τις αδράνειες ενός πολιτικού συστήματος, μέρος του οποίου μέχρι σήμερα υπήρξε το ίδιο το κυβερνών, πλέον, κόμμα.

Βεβαίως, η επιτυχία θα κριθεί από τις συνολικές επιδόσεις της, και ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την οικονομική πολιτική, όπου αναμένεται ακόμα η αποσαφήνιση της γραμμής πλεύσης. Η εκσυγχρονιστική εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι ο πολιτικός βολονταρισμός φέρνει αποτελέσματα και ότι περισσότερος βολονταρισμός θα έφερνε περισσότερα αποτελέσματα. Ασφαλώς, οι συνθήκες δεν είναι ποτέ ίδιες. Αλλά και τώρα, δεν φαίνεται να λείπουν τα ανθρώπινα αποθέματα και η γνώση για τη συνεπή ανάληψη του εγχειρήματος.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά όσων προσδοκούν ως αυτονόητη την ενσωμάτωσή τους στο «σύστημα εξουσίας», με τους παραδοσιακούς ελληνικούς όρους