Η εφημερίδα και το μπλοκάκι στο ένα χέρι και στο άλλο η τσάντα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, πρέπει να στριμώξω τη σακούλα με το ψωμί και να ρίξω μέσα τα γάλατα για να μείνει χώρος για τα κρεμμύδια, τις ντομάτες, το μαρούλι, τα μήλα και τα σταφύλια. Δύο με τρεις φορές την εβδομάδα λύνω αυτές τις περίπλοκες εξισώσεις για τη συνισταμένη του βάρους σε κάθε δάκτυλο και έχω, ευτυχώς, ακόμη, πέντε σε κάθε χέρι. Είναι οι απαραίτητες ασκήσεις, εννοώ να επιμένω, κάθε εργαζόμενης μάνας, που έχει μάθει να μη σέβεται τον εαυτό της, αλλά τα χρηστά ήθη και έθιμα της χώρας της. Περήφανη ως Ελληνίδα διασχίζω με ζιγκ-ζαγκ τις χιλιομπαλωμένες ασφάλτους καθώς τα καγκελάκια, οι τσιμεντένιες μπάλες, τα δένδρα, τα μπάζα και τα αυτοκίνητα μού απαγορεύουν κάθε μέρα και πιο βασανιστικά, την πεζοδρομιακή έλευση και φθάνω σε πλήρη εκνευρισμό, μονίμως καθυστερημένη, στο κατώφλι του σπιτιού μου. Λογαριασμοί, άπλυτα πιάτα, πεταμένες σχολικές και γυναικείες τσάντες, ρούχα, παπούτσια και τηλεόραση σε φουλ ένταση μαζί με μένα. Βγαίνω στο μπαλκόνι για τσιγάρο και σκέφτομαι τη μάγισσα. Αυτή που γνώρισα μικρή, την ίδια εποχή με το τζίνι. Και οι δύο Αμερικανίδες.

Η μία κουνούσε τη μύτη της η άλλη την… ουρά της, μια χαρά φρέσκα φρέσκα και λαχταριστά ήταν τα τηλεοπτικά είδωλα της εποχής μου και κοίτα τώρα πώς κατάντησαν τις θαυμάστριές τους. Η μία τακτοποιούσε το σπίτι σε χρόνο μηδέν, η άλλη τον σύζυγο και εμείς σκύβουμε το κεφάλι και τους ώμους από τα καθημερινά μας βάρη. Άνδρες και γυναίκες της ίδιας ηλικίας έχουν μετά τα σαράντα διαφορετικό περπάτημα και παράστημα. Το συναντώ καθημερινά στους δρόμους και σκοντάφτω συνεχώς πάνω σε μία κοντόφθαλμη νοοτροπία. Μετά τα πενήντα οι άνδρες γέρνουν πίσω για να ισορροπήσουν το στομάχι τους και οι γυναίκες μπροστά για να προλάβουν το καθημερινό κατοστάρι από τη δουλειά στο σπίτι και τούμπαλιν. Στα 60 θαυμάζεις την αρχοντιά και την κορμοστασιά των κοτσονάτων παππούδων και οικτίρεις τον πανικό των αφρόντιστων γιαγιάδων. Άνδρα άλλαξα, προλαβαίνω να αλλάξω και χώρα πριν γεράσω ή άργησα να το σκεφτώ;