Ποια είναι η ιδανική βιβλιοθήκη; Αυτή του υποβρύχιου «Ναυτίλος» ή αυτή του υπερωκεάνιου «Μέγας Ανατολικός»; Τι σημαίνει η Ανοιχτή βιβλιοθήκη του Ουμπέρτο Έκο; Ποια είναι η Ζωντανή βιβλιοθήκη του Ρέι Μπράντμπουρι; Τι είδε στη δική μας Εθνική Βιβλιοθήκη ο Εμμανουήλ Ροΐδης; Οι απαντήσεις- που δεν αφορούν μόνο τους βιβλιόφιλους- βρίσκονται στην παιγνιώδη ανθολογία Περί βιβλιοθηκών, με 14 κείμενα (αποσπάσματα μυθιστορημάτων, διηγήματα, αυτοβιογραφικά αφηγήματα, δοκίμια, ομιλίες ή ευθυμογραφήματα) εκλεκτών συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, σε γοητευτικές μεταφράσεις. Τα ξέθαψε και τα ενορχήστρωσε ένας διανοούμενος εκδότης, ο επικούρειος Σταύρος Πετσόπουλος της Άγρας, που έγραψε τη διεισδυτική εισαγωγή και επανεκδίδει το εξαντλημένο αυτό διαμαντάκι. Στην ανθολογία, «μπαίνει» κανείς από δύο ιδιωτικές βιβλιοθήκες με τα σημαντικότερα αναγνώσματα ώς τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως τις οραματίσθηκαν ο Ιούλιος Βερν το 1869 στο μυθιστόρημα Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα (κεφ. 11) και περίπου εκατό χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον τόμο 3 του ερωτογραφικού Μεγάλου Ανατολικού. Μπαίνει δηλαδή κανείς από την ιδεολογική πόρτα, αφού στην επιλογή των βιβλίων μας αποτυπώνεται έμμεσα η προσωπογραφία και η κοσμοθεωρία μας. «Τα βιβλία που σωρεύουμε γύρω μας είναι η προβολή της ιστορίας μας πάνω στους τοίχους μας. (…) Πρόκειται για ένα οπτικό αφήγημα που δεν είναι το ίδιο για όσους το βλέπουν απέξω και γι΄ αυτούς από τους οποίους προέρχεται», θα σχολιάσει αργότερα ο Ανρί Μεσονίκ (1984). Προχωρώντας, διαβαίνει κανείς τη φιλοσοφική πόρτα και βρίσκεται στη διασταύρωση του στοχαστικού αφηγήματος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες για τη «Βιβλιοθήκη της Βαβέλ» (1941), με την παρεμβατική ομιλία του Έκο (1981) για μια ανοιχτή βιβλιοθήκη- κατ΄ εικόνα και ομοίωση του σύμπαντος η πρώτη, στα μέτρα του ανθρώπου η δεύτερη, και οι δύο ουτοπικές. Ακολουθεί η υπαρξιακή πόρτα που οδηγεί στις φυλές των αναγνωστών- χρηστών και των συλλεκτών. Θέλει τουπέ στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, λέει η Ντόροθι Σέγιερς στην αστυνομική ιστορία της (1931)· θέλει σκληραγώγηση στις δημόσιες βιβλιοθήκες, διότι συχνά ο αναγνώστης αντιμετωπίζεται ως δυνάμει κλέφτης, λέει στο ξεκαρδιστικό απόσπασμα της Ωραίας Ορτάνς ο Ζακ Ρουμπό (1985)· το πάθος του συλλέκτη αγγίζει τα όρια του χάους των αναμνήσεων, σκέφτεται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1931), ενώ ο Ζωρζ Περέκ ειρωνεύεται (1985) όσους ταξινομούν τη βιβλιοθήκη τους με κριτήριο την κοινωνική επίδειξη. Οι βιβλιοθήκες είναι ζωντανοί οργανισμοί και κανένα βιβλίο δεν πεθαίνει όσο έχει συνομιλητές, λέει ο Μπράντμπουρι στο περίφημο Φαρενάιτ 451 (1953) όπου φαντάζεται τους ανθρώπους- βιβλία να διασώζουν στο μυαλό τους τα μεγάλα κείμενα που ρίχνονται από τους μισαλλόδοξους στην πυρά. Τελευταία στην ανθολογία, η πόρτα της πολιτικής και της οικονομίας που οδηγεί στην ευτράπελη και θλιβερή καθημερινότητα μέσα από τα κωμικοτραγικά λεγόμενα του Ροΐδη (1880), του Νερβάλ (1850), του Καλοκύρη (1991) και του Θείου Σκρουτζ (1989)!

Βιβλιοθήκες- καπνιστήρια, οραματίστηκαν ο Βερν και ο Εμπειρίκος. Χαρακτηριστικό στίγμα τους, η απόρριψη συγγραμμάτων Πολιτικής Οικονομίας από τον πρώτο, και η ανάδειξη της βασικής ερωτογραφικής βιβλιογραφίας από τον δεύτερο. Ειδικά στον Εμπειρίκο, και μόνο οι τίτλοι με τα σχόλια που τους συνοδεύουν για αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, αμερικανικά εμβληματικά έργα της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας ή των επιστημών, είναι για τον αναγνώστη ένα υπέροχο ταξίδι του μυαλού και των αισθήσεων. Αντίθετα, το κλίμα γίνεται μεταφυσικό στον Μπόρχες, ο οποίος σημειώνει ότι «μια βιβλιοθήκη που περιέχει όλα τα βιβλία, σημαίνει ότι το σύμπαν έχει κατακτήσει τις απεριόριστες διαστάσεις της ελπίδας». Στους θησαυρούς της «δικής του» βιβλιοθήκης, το βιβλίο- κλειδί όλων των υπολοίπων και τα βιβλία «που δικαιώνουν μια για πάντα, τις πράξεις κάθε ανθρώπου στο σύμπαν». Μόνο που, καθώς λέει, οι πιθανότητες να τα βρει κάποιος αυτά λογίζονται μηδενικές. Αλίμονο!

Όπως στην Ελβετία τα σπίτια κτίζονται έτσι ώστε να αντέχουν στο χιόνι, έτσι και στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες πρέπει να οργανώνονται έτσι ώστε να αντέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο στις εφόδους της πολιτικής. Αυτά (μεταγραμμένα στην καθομιλουμένη) τόνιζε ο Ροΐδης το 1880. Και αξίζει η ομιλία του να διαβαστεί αντικρυστά με εκείνη του Έκο, ο οποίος με αφορμή τις αγαπημένες του βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων του Γέιλ και του Τορόντο, υποστηρίζει τον κοινωνικό ρόλο των δημόσιων βιβλιοθηκών (ευρεία και απρόσκοπτη κυκλοφορία των βιβλίων) έναντι του αρχειακού ρόλου τους (προστασία και διατήρηση των βιβλίων). Και βλέπει την ιδανική βιβλιοθήκη ως εργαλείο και «μεγάλη μηχανή για τον ελεύθερο χρόνο»! Ο Ροΐδης γοητεύεται κι αυτός με την ιδέα της ελεύθερης πρόσβασης του χρήστη στα ράφια, αλλά προσπαθεί πρώτα να βγει από την κόλαση (ανορθολογική ταξινόμηση, ακρωτηριασμένες σειρές, απαρχαιωμένο επιστημονικό τμήμα, ανύπαρκτο σχεδόν τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, κατάχρηση δανεισμού, ετήσια διαρροή 1.000 τόμων, έλλειψη πάγιου καταλόγου, δυσεύρετα κειμήλια στις αποθήκες κ.ο.κ.). Όπως ο Μπόρχες διορίστηκε το 1955 διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής, έτσι και ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας υπήρξε από το 1880 ώς το 1903 έφορος (εκσυγχρονιστής και αποτελεσματικός) της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Το κείμενό του για την κατάσταση που βρήκε όταν ανέλαβε, είναι αποκαλυπτικό, καυστικό, μαχητικό, ενδεικτικό της διαπλοκής πολιτικών και πολιτισμικών παιχνιδιών, ενδεικτικό και της κατάστασης που ισχύει ακόμη σε κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες. Και πολύ επίκαιρο, δυστυχώς, αν διαβαστεί ως μεταφορά για τον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού σήμερα. Εφιαλτικό!