ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΟΤΑΝ ΠΑΡΕΔΙΔΑ
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ,
Η ΚΑΛΗ ΦΙΛΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΛΕΝΑ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΕΣ ΚΟΝΦΕΡΑΝΣ
ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΒΟΚΑΡΕΙ
ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΙΑΣΟΥ ΑΝ
ΘΑ ΕΠΕΤΡΕΠΑ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΚΩΜΙΚΩΝ
ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Της απάντησα τότε πως όχι μόνο το επιτρέπω αλλά και με χαρά το αναμένω και η παράδοση της κωμωδίας το επιβάλλει. Και πρόσθεσα πως ο Ψαθάς όταν τύπωσε τις κωμωδίες του έγραφε στον πρόλογό του πως η κωμωδία στην τυπωμένη της μορφή δεν ήταν το κείμενο που παρέδωσε π.χ. στον Λογοθετίδη, αλλά το κείμενο που με τις προσθήκες τού μεγάλου κωμικού κατέληξε σε παράσταση και εν τέλει σε μοντέλο, το οποίο ο συγγραφέας αποδέχτηκε και υιοθέτησε.

Έτσι είναι με την κωμωδία από την αριστοφανική κιόλας περίοδο. Διότι ο κωμικός που είναι εκ της φύσεως του κώδικά του αυτοσχεδιαστικός ηθοποιός και σε συνεχή επικοινωνιακή επαφή με το κοινό, αφού το κοινό με το γέλιο του παρεμβαίνει και συχνά επηρεάζει τον ρυθμό και τη χρόνωση (κοινώς τάιμινγκ) της παράστασης, μέσα στον οίστρο των κωμικών κλιμακώσεων, συχνά σε μια κατάσταση υποκριτικής μέθεξης, «πετάει» μια λέξη, έναν χαρακτηρισμό, ένα επίκαιρο γεγονός, μια παροιμία, μια κοινόχρηστη λαϊκή βωμολοχία.

Ακόμη και σε στίχο αν είναι διατυπωμένο το κείμενο, ο ικανός και μορφωμένος ηθοποιός εντάσσει την προσθήκη του στους νόμους της στιχουργίας αλλά και της ομοιοκαταληξίας τις απαιτήσεις.

Βεβαίως ο κωμικός ή ο διασκευαστής, αν υπάρχει, χρεώνεται το ύφος, την ευρηματικότητα, την ευστοχία και την αναγκαιότητα της προσθήκης. Προσωπικά, όταν το επέτρεπαν οι οικονομικές συνθήκες των θιάσων, τύπωνα στο πρόγραμμα τις μεταφράσεις μου, ώστε ο θεατής ανατρέχοντας στο κείμενο να εκτιμά το ποσοστό, την ποιότητα και το ήθος των προσθηκών που άκουγε στην παράσταση.

Εκείνο δηλαδή που μετράει δεν είναι αν θα γίνουν ή όχι προσθήκες αλλά η ποιότητα της παρέμβασης. Διότι ειδικά στην Αριστοφανική κωμωδία, κείμενο σαφώς πολιτικό και αναφερόμενο σε ήθη, τρόπους, εκφράσεις, γεγονότα και συμπεριφορές της Αθήνας και του Δήμου την εποχή που γράφεται, δεν μπορεί να γίνει σήμερα κατανοητό χωρίς αναλογία στα σύγχρονα γεγονότα, ήθη, συμπεριφορές, εκφράσεις. Σκεφτείτε ένα κωμικό κείμενο σημερινό να παίζεται ύστερα από 2.000 χρόνια. Αν ένα πρόσωπο στη σκηνή χαρακτήριζε ένα άλλο «Κοσκωτά», «Εφραίμ» ή «Μπερλουσκόνι» ή «Φτερού» τι θα καταλάβαινε και πώς θα αντιδρούσε το κοινό; Πιθανόν θα υποπτευόταν πως έπρεπε να γελάσει ή πως ο χαρακτηρισμός είχε ειρωνικό ή σχετλιαστικό περιεχόμενο, το πολύ θα βρισκόταν σε αμηχανία.

Πώς λοιπόν θα μεταφραστεί και θα κατέβει στο κοινό ένας αριστοφανικός στίχος όπου αναφέρεται π.χ. ένα όνομα, με σαφώς απαξιωτικό τρόπο; Ευτυχώς τα πλούσια αριστοφανικά σχόλια μάς σώζουν και μας πληροφορούν πως πίσω από το όνομα κρύβεται ένας γνωστός τότε δειλός στρατηγός ή ένας κερατάς σύζυγος ή ένας πορνοβοσκός ή ένας Αθηναίος επ΄ αμοιβή προσφερόμενος ερωτικά προς ομοφύλους του. Τι κάνει σ΄ αυτήν την περίπτωση ο μεταφραστής; Παγώνει το κοινό με την πιστή αναφορά του ακοινώνητου αγνώστου ονόματος ή ψάχνει να βρει τη σωτήρια αναλογία, το σύγχρονο πρόσωπο με τα ανάλογα ή παραπλήσια γνωρίσματα ώστε να λειτουργήσει η κωμική αποτελεσματικότητα;

Ακόμη δυσχερέστερη είναι η αναφορά στο αριστοφανικό κείμενο σε γεγονότα επίκαιρα, γνωστά και διαδεδομένα ευρέως στην εποχή του κωμωδιογράφου αλλά τελείως σήμερα ακατανόητα. Θα αναφερθώ σε δύο παραδείγματα από τη «Λυσιστράτη». Όταν πλησιάζει εν πλήρει στύσει ο Κινησίας στην πολιορκημένη Ακρόπολη από τις απεργούσες γυναίκες τον υποδέχεται η ίδια η Λυσιστράτη. Εκείνος ζητάει επιμόνως τη γυναίκα του Μυρρίνη. Εκείνη τον ρωτάει ποιος είναι και παίρνει την απάντηση «Κινησίας Παιονίδης». Το ρήμα «παίω» που υπάρχει στο όνομα σημαίνει «χτυπώ από κοντά»- αντίθετο του «βάλλω», «χτυπώ από μακριά». Άρα είναι εμφανέστατος ο υπαινιγμός του ονόματος: σχεδόν εν αναλογία «ο ευκίνητος μπήχτης». Αλλά ο ιδιοφυής ποιητής είναι ανελέητος. Η Λυσιστράτη ακούγοντας το όνομα αναφωνεί: «Εσύ είσαι ο Παιονίδης, έλα, βρε άνθρωπέ μου και η Μυρρίνη σε έχει συνέχεια στο στόμα της»! Άρα στο αρχαίο αυτί ήδη το «Παιονίδης» ακουγόταν και Πεονίδης! Μπορεί όλο αυτό το κωμικό σύστημα να μεταφραστεί χωρίς αναλογία;

Άλλο παράδειγμα: Όταν συναντώνται Αθηναίες και Σπαρτιάτισσες για να εκτιμήσουν την πορεία της ερωτικής τους αποχής, οι Σπαρτιάτισσες ερωτώμενες απαντούν πως ζορίζονται αλλά κρατάνε! Οι Αθηναίες παραπονιούνται πως δεν υπάρχει επικοινωνία πλέον, αφού δεν προσεγγίζουν πλοία στον Πειραιά, με τη Σάμο! Ποιος θα γελάσει και γιατί. Ο σωτήριος σχολιαστής μάς ενημερώνει πως η Αθήνα έκανε από τη Σάμο εισαγωγές πέτσινων πεών!

Έτσι λειτουργεί και η απάντηση των Σπαρτιατισσών «Απεχθάνομαι τα υποκατάστατα»!

Τέτοια αδιέξοδα υπάρχουν σε κάθε στίχο του Αριστοφάνη. Άστοχες αποφάσεις της Βουλής, σκάνδαλα οικονομικά, διαπομπευόμενα ερωτικά βίτσια, εμπορικές συμφωνίες, ρήτρες, πρόστιμα, φορολογικό σύστημα, νομισματικές ισοτιμίες με περσικά, φοινικικά ή κρητικά νομίσματα, στρατηγικές και τακτικές κινήσεις του στρατού, εργαλεία, σκεύη, μέθοδοι, οικοδομικά υλικά, φαγητά, ποτά και τόσα άλλα αναφορικά της καθημερινότητας, χρειάζονται αναλογική μέθοδο για να γίνουν όχι απλώς κατανοητά αλλά και να λειτουργήσουν μέσα στο σύστημα αναφοράς και στο μεταφορικό του κωμικού κώδικα.

Ο μεταφραστής ή ο κωμικός που επιχειρεί προσθήκη οφείλει αναλογίζοντας να είναι πολύ προσεκτικός και εκεί έγκειται η νομιμοποίησή του. Όσο κι αν φανεί τολμηρό θα πρέπει να φέρει στη θέση του τον Αριστοφάνη και να σκεφτεί ποιος χαρακτηρισμός, ποιο γεγονός, ποιο σκάνδαλο, ποια έκφραση τού σήμερα θα επέλεγε, αν ζούσε και έγραφε στην εποχή μας. Γιατί αν ζούσε και έγραφε στην εποχή μας τα σχόλια της σατιρικής του φαρέτρας για γνωστά και μη εξαιρετέα γεγονότα της εποχής μας θα ήταν. Στον Αριστοφάνη ακούμε συχνά για πληθωρισμένο νόμισμα, για λιποβαρή κέρματα, για υπερτιμημένα τιμολόγια, για νοθεία υγρών, για λαθραία εισαγωγή αλλά και για εγγυήσεις, για εμπορική πίστη, για δωροδοκίες (και πώς θα αναλογίσεις το μέγεθος της δωροδοκίας αν δεν αναλογίσεις τα νομίσματα; Τι σημαίνει σήμερα πως «ο τάδε τσάκωσε ένα τάλαντον»;).