H μη αποκατάσταση της αξιοπιστίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παρά τις «ενέσεις ρευστότητας» σε ΗΠΑ και Ευρώπη, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, διά μέσου των ασκούμενων πολιτικών, συνθηκών εσωστρέφειας, εθνικιστικών εξάρσεων και τάσεων προστατευτισμού, παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά της ύφεσης μετά το κραχ του 1929. Η ανησυχία αυτή, συνοδευόμενη και από το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας της παγκόσμιας οικονομίας, οδήγησε το άτυπο Συμβούλιο των αρχηγών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1/3/09, Βρυξέλλες) στην από κοινού αποδοχή στήριξης, όποτε χρειασθεί, των τραπεζών, ιδιαίτερα, της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και στον ευρωπαϊκό συντονισμό των ασκούμενων πολιτικών αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, το πρόσφατο άτυπο Συμβούλιο των αρχηγών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποσαφήνισε ότι η ανάσχεση της ύφεσης προϋποθέτει: α) τη χρηματοδοτική υποστήριξη του τραπεζικού συστήματος και την εξυγίανσή του από τα «τοξικά» στοιχεία στο ενεργητικό του, προκειμένου, όπως υποστηρίζεται, να αποσοβηθεί η κατάρρευσή του και να ανασχεθεί η επερχόμενη ύφεση που θα ακολουθήσει το τραπεζικο-πιστωτικό κραχ και β) την απόδοση διεθνούς διάστασης (μία παγκόσμια κρίση χρειάζεται παγκόσμια απάντηση) της υποστήριξης των τραπεζών, αφού οι μέχρι σήμερα επιχορηγήσεις τους σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη δεν αποτρέπει την πτωτική τάση των τιμών των μετοχών μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών στις διεθνείς χρηματαγορές. Έτσι, αποδεικνύεται ότι οι πρόσθετοι πόροι που διοχετεύθηκαν μέχρι τώρα στις τράπεζες, στην αυτοκινητοβιομηχανία κ.λπ. στις ΗΠΑ (3% του ΑΕΠ), στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1,5% του ΑΕΠ) και στην Ελλάδα (0,7% του ΑΕΠ) δεν επαρκούν τόσο από άποψη μεγέθους όσο και από άποψη περιεχομένου και προσανατολισμού για την ανάσχεση της κρίσης και του περιορισμού των απολύσεων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ότι σε μία κρίση υπερχρέωσης τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, η μεταφορά τεράστιων πόρων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς στις επιχειρήσεις αποτελεί μονομερή προσανατολισμό εις βάρος ακόμη μία φορά των φορολογουμένων και των νοικοκυριών που καλούνται με αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας να χρηματοδοτήσουν την εξυγίανση των «τοξικών» στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών.

Όμως, μία τέτοια στρατηγική (από τον καπιταλισμό με χρέη των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στον καπιταλισμό με χρέη των νοικοκυριών) θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ανεργίας και σε ένταση των κοινωνικών κινητοποιήσεων, διεκδικήσεων και αναταραχών που ήδη παρατηρείται να εκτυλίσσονται σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ και σε περιφέρειες της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας κ.λπ. με πρωταγωνιστές επιχειρησιακά συνδικάτα και περιφερειακές ή τοπικές οργανώσεις κοινωνικών κινημάτων και ανθρωπιστικών οργανώσεων.

Πράγματι, αφού η κυρίαρχη άποψη που διαμορφώνεται διεθνώς από οικονομολόγους και πολιτικούς είναι ότι η παρέμβαση του κράτους αποτελεί τη μόνη εναλλακτική λύση εξόδου από την κρίση, δεν μπορεί αυτή να πραγματοποιηθεί με μείωση των μισθών, αύξηση των φόρων, αύξηση των ανισοτήτων, αύξηση των απολύσεων και με παράταση της υπερχρέωσης των νοικοκυριών.

Αντίθετα, η παρέμβαση του κράτους για έξοδο από την κρίση προϋποθέτει τη χρηματοδοτική στήριξη των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών, υπερχρεωμένων και μη, προκειμένου να επαναποκτήσουν την πιστωτική και καταναλωτική ικανότητα οι οποίες θα εκφρασθούν με την αύξηση της ζήτησης στη λειτουργία της οικονομίας.

Προφανώς, αυτή η στρατηγική παρέμβασης του κράτους δεν υποστηρίζει κανείς να πραγματοποιηθεί με αύξηση του δημόσιου χρέους ή με ένταση της δημοσιονομικής ανισορροπίας. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση του κράτους για την έξοδο από την κρίση δεν μπορεί να αποτελεί ανασύσταση της χρεοκοπίας ενός συστήματος από το οποίο οι επερχόμενες σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στη διεθνή οικονομία, την Ευρώπη και την Ελλάδα απαιτούν την αναζήτηση και την εγκαθίδρυση ενός νέου μοντέλου, με κινητήρια δύναμη την καινοτομική επένδυση, την ενίσχυση της ζήτησης, την αναδιανομή του εισοδήματος (ο F. Roosevelt φορολόγησε τα υψηλά εισοδήματα με συντελεστή 80%) και την ανασύσταση του κράτους-πρόνοιας. Κεντρικός άμεσος στόχος του νέου μοντέλου είναι η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της κρίσης και η σμίκρυνση της διάρκειάς της σε σχέση με αυτή της κρίσης του 1929-1936 και κεντρικός μεσο-μακροπρόθεσμος στόχος είναι η εγκαθίδρυση, μεταξύ των άλλων, «νέων διεθνών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών Οργανισμών» και «νέων ατμομηχανών» για την ενδυνάμωση των όρων και των προϋποθέσεων της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, την Ελλάδα και διεθνώς.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι εάν η πολιτική σκέψη και στρατηγική για την έξοδο από την κρίση επηρεάζεται από το σύνδρομο της κρίσης του 1929, τότε αυτή η επιρροή για λόγους οικονομικούς και κοινωνικούς θα πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στη χρηματοδοτική στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών διά μέσου μιας ριζοσπαστικής αναδιανομής του εισοδήματος.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

ΑΝΕΡΓΙΑ- ΤΑΡΑΧΕΣ

Ο καπιταλισμός με χρέη των νοικοκυριών οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας και κοινωνικές ταραχές