ΑΝΑΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ, Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΝΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ, ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΛΩΝ ΑΛΛΩΝ,
ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
ΤΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ
Η στιγμή κατά την οποία εκδίδεται το μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση, Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι, συνδέεται με τη συγκυρία που επανέφερε στο προσκήνιο το έργο του πατέρα της Μ. Καραγάτση. Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, το 2008 ανακηρύχθηκε σε έτος Καραγάτση. Καθώς οι διάφορες εκδηλώσεις του έτους (με αξιοσημείωτες την έκδοση του σχετικού λευκώματος από το ΕΚΕΒΙ και το συνέδριο για το έργο του, με το θέμα «Ιδεολογία και ποιητική», που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη) συνέπεσαν με τις δύο πρόσφατες τηλεοπτικές σειρές, βασισμένες σε δύο από τα έργα του, τον Γιούγκερμαν και το Δέκα, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τον, ούτως ή άλλως πολυδιαβασμένο, πεζογράφο της γενιάς του 1930 διατηρείται σταθερό.

Η μαρτυρία

Έτσι λοιπόν, το βιβλίο της Καραγάτση κινεί κυρίως την προσοχή μας ως κατάθεση μιας μυθιστορηματικής μαρτυρίας για τον πατέρα της. Ωστόσο, αυτό το κριτήριο προσέγγισης του βιβλίου υποβαθμίζεται πολύ γρήγορα κατά την ανάγνωσή του, χάρη στο θεματικό εύρος και την αφηγηματική συνθετότητά του, αλλά και την αναμφίβολη αισθητική αξία του. Μάλιστα στο επίκεντρο του μυθιστορήματος δεν βρίσκεται ο πατέρας συγγραφέας, καθώς αυτός είναι ένα από τα αρκετά αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της Καραγάτση (οι «δικοί μου άνθρωποι», όπως ονομάζονται στον τίτλο), τα πρόσωπα που γίνονται φορέας και αντικείμενο της αφήγησης.

Συγκεκριμένα, στα τρία κεφάλαια του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος, «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950», ο βασικός χρόνος της ιστορίας είναι μια μέρα του 1950, τα γεγονότα της οποίας περιγράφονται μέσα από τις σκέψεις των τριών πρωτοπρόσωπων αφηγητών, κατά σειρά του (τότε σαρανταδυάχρονου) Καραγάτση, της δεκατριάχρονης έφηβης Μαρίνας και, τέλος, της γιαγιάς της Μίνας, της πεθεράς του συγγραφέα. Ο λόγος και των τριών προσώπωναφηγητών ακολουθεί τη μορφή της ελεύθερης εκτύλιξης των σκέψεών τους. Έτσι γίνονται αρκετές αναδρομές στο παρελθόν και, μέσω αυτών, φανερώνονται παλαιότερα συμβάντα της προσωπικής ζωής και της οικογενειακής ιστορίας των ηρώων. Ο αφηγητής Καραγάτσης επιστρέφει μνημονικά σε γεγονότα μιας δεκαπενταετίας, ενώ στο κατά πολύ εκτενέστερο τρίτο κεφάλαιο η μεγαλοαστή γιαγιά Μίνα, απόγονος μεγάλων εφοπλιστικών οικογενειών της Άνδρου, αναπολεί κυρίως οδυνηρά επεισόδια της οικογενειακής ιστορίας που συνέβησαν δεκαετίες νωρίτερα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Οι ψηφίδες

Ως συγγραφέας η Καραγάτση όχι μόνο κατασκευάζει επιδέξια αυτοβιογραφικές ψηφίδες του εαυτού της ως δεκατριάχρονης αφηγήτριας, εμμένοντας ιδίως στην αποτύπωση της σχέσης με τον πατέρα της, αλλά και αναθέτει, με πολύ πειστικό τρόπο, τον λόγο στους ίδιους τους δικούς της ανθρώπους, όχι μόνο στους άλλους δύο αφηγητές αλλά και σε άλλα πρόσωπα της οικογένειας, εκτενή μέρη του λόγου των οποίων ενσωματώνονται στα διαλογικά μέρη των κεφαλαίων. Έτσι, σε μεγάλο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου μιλά η αγαπημένη υπηρέτρια Λασκαρώ (αυτή ονομάζει τη Μαρίνα «Ευχαριστημένο»), αφηγούμενη στη Μαρίνα την τραγική ζωή της, ενώ μεγάλο μέρος του τρίτου κεφαλαίου διανθίζεται από τον λόγο της Νίκης, της συζύγου του Καραγάτση. Η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών δεν αλλάζει μόνο τη σκοπιά της αφήγησης, αλλά και συμβάλλει καίρια στη διασύνδεση της πλοκής των κεφαλαίων, με τη σταδιακή φανέρωση της οικογενειακής ιστορίας και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων της.

Μαρίνα Καραγάτση

ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ Ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΕΚΔ. ΑΓΡΑ 2008, ΣΕΛ. 225, ΤΙΜΗ: 17 ΕΥΡΩ