«Ήμουν κοπτοράπτρια σε βιοτεχνίες, από τις καλές τεχνίτριες μάλιστα, αλλά οι βιοτεχνίες ή έχουν κλείσει ή έχουν φύγει όλες από την Ελλάδα. Έτσι έμεινα χωρίς δουλειά πριν από περίπου έξι χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια δουλεύω στην οικοδομή».


Η 45χρονη Αμαλία Κάρτσωνα από τη Θεσσαλονίκη αποδεικνύει ότι «το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί και η δουλειά» δεν κάνει μόνον τους… άντρες, αφού χωρίς διακρίσεις και ιδιαίτερη μεταχείριση ανταγωνίζεται στα ίσα τους άνδρες συναδέλφους της στην οικοδομή. Εργάζεται σε εταιρεία που στήνει σκαλωσιές σε νεοανεγειρόμενες οικοδομές.

Αναγκάσθηκε να εργαστεί στην εταιρεία που έχουν ο γιος και ο ανιψιός της τα τελευταία δύο χρόνια, αφού για αρκετά χρόνια

ΣΤΑ ΙΣΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ

Χωρίς διακρίσεις και ιδιαίτερη μεταχείριση, ανταγωνίζεται στα ίσα τους άνδρες συναδέλφους της στην οικοδομή

έμεινε άνεργη, ενώ περιστασιακά δουλεύει μαζί της και η 22χρονη κόρη της, η οποία τα καταφέρνει το ίδιο καλά με τη μητέρα της στη σκαλωσιά.

Προτού φτάσει να δουλεύει στην οικοδομή, όπως περιέγραψε η ίδια στα «ΝΕΑ», αναγκάστηκε να κάνει και άλλες δουλειές. Μετά τη βιοτεχνία, μαζί με την κόρη της άνοιξαν μαγαζί με ρούχα, «αλλά δεν πήγε καλά». Παρ΄ όλα αυτά, η 45χρονη δεν το βάζει κάτω και όπως λέει «τουλάχιστον στην οικοδομή διασφαλίζει τον μισθό και τα ένσημα για να βγει κάποτε στη σύνταξη».

«Ποτέ δεν ξέρεις όμως τι γίνεται στο μέλλον, έτσι όπως πάνε τα πράγματα δεν μπορείς να φανταστείς τι θα σου ξημερώσει» τονίζει. Διαμαρτύρεται έντονα για την απομάκρυνση των βιοτεχνιών, αλλά και την πτώση της βιομηχανίας στην Ελλάδα. «Δεν υπάρχουν δουλειές για γυναίκες, οι βιοτεχνίες πήγαν όλες στη Βουλγαρία, τα εργοστάσια όλα πηγαίνουν για… φούντο, άλλη δουλειά και να βρεις θα φύγεις γρήγορα, αφού ούτε πληρώνουν ούτε ασφάλεια έχει» επισημαίνει. «Δεν μπορώ να τη βγάλω οικονομικά με άλλον τρόπο», καταλήγει εξηγώντας τον λόγο που επέλεξε να γίνει οικοδόμος. «Μια χαρά τα πάει, είναι δυνατή»

Κουβαλώντας σιδερένιες κατασκευές και μεγάλα ξύλινα μαδέρια στις σκάλες πολυώροφων οικοδομών για να στήσει τις σκαλωσιές, δεν διαμαρτύρεται για τις σκληρές συνθήκες δουλειάς. «Είναι αστέρι η Αμαλία» φωνάζει από τη σκαλωσιά του τρίτου ορόφου ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και ανιψιός της Γιώργος Κάρτσωνας. «Μια χαρά τα πάει, είναι δυνατή», συμπληρώνει ο συνάδελφός της Κέλα Πουνκαράτζε.

Η κ. Αμαλία Κάρτσωνα πάντως δεν χάνει το χιούμορ και την αισιοδοξία της. «Όλα καλά είναι στην οικοδομή, συνιστώ και στις άλλες γυναίκες να μην πηγαίνουν στα γυμναστήρια, αλλά να εργάζονται σε οικοδομές, είναι καλή άσκηση για ωραίο σώμα» λέει χαμογελώντας. Μέχρι τώρα, πάντως, γυναίκες «συναδέλφους» της έχει δει μόνο σε τηλεοπτικά σίριαλ. «Σιγά σιγά, θα αυξηθούν και αυτές» λέει.

«Πρωταθλήτρια» η κλωστοϋφαντουργία


ΜΙΑ ΑΠΟ τους χιλιάδες ανέργους του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας είναι η κ. Κάρτσωνα. Ο συγκεκριμένος κλάδος έχει αναδειχθεί σε «πρωταθλητή» της ανεργίας στη Βόρεια Ελλάδα την τελευταία 15ετία. Οι μεγάλες μονάδες που ήταν εγκατεστημένες κυρίως στη Νάουσα και τη Θεσσαλονίκη είτε έβαλαν λουκέτο είτε έφυγαν για τη Βουλγαρία και την Αλβανία, αφήνοντας στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ το ίδιο συνέβη και με εκατοντάδες μικρές βιοτεχνίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργατικού Κέντρου Νάουσας, την τελευταία 15ετία υπολογίζεται ότι χάθηκαν περίπου 2.500 θέσεις εργασίας σε εργοστάσια, μικρές και μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Οι 1.500 θέσεις προέρχονται από τις 5 μεγάλες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες που πλέον δεν λειτουργούν στην πόλη, αλλά και στις περίπου 50 μικρές βιοτεχνίες που έκλεισαν ή έφυγαν εκτός Ελλάδας, αφήνοντας στον δρόμο περισσότερους από 800 εργαζόμενους. Το ποσοστό των ανέργων στην πόλη από τον συγκεκριμένο κλάδο φτάνει το 40%.

Στη Θεσσαλονίκη, που δέχτηκε επίσης μεγάλο πλήγμα από την πτώση της κλωστοϋφαντουργίας, στο συνολικό ποσοστό των ανέργων που καταγράφει το Εργατικό Κέντρο, ο κλάδος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο που κυμαίνεται από 5% έως 7%. Η πόλη μετράει την απώλεια περίπου 23.000 εργαζόμενων στην κλωστοϋφαντουργία από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μέχρι σήμερα.

Συνολικά 150 μονάδες έκλεισαν ή έφυγαν σε άλλες βαλκανικές χώρες και άλλες 400 μικρές ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Στον αριθμό των ανέργων προστίθενται και αυτοί που απολύθηκαν από μονάδες που δεν σταμάτησαν να λειτουργούν, αλλά προχώρησαν σε μεγάλη μείωση προσωπικού.