Το έργο του Γκόρκι «Βάσα» είχε ανέβει πριν από λίγα χρόνια στο Θέατρο Φούρνος σε μια παράσταση που το εξέθετε τόσο, ώστε άφηνε εκτεθειμένες ιδεολογικές του ρωγμές
Η «Βάσα» στην πρώτη της εκδοχή παίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1911. Είναι η προεπαναστατική περίοδος του αυτοδίδακτου αναρχικού σοσιαλιστή Μαξίμ Γκόρκι. Στην ίδια περίοδο ανήκουν τα σημαντικότερα θεατρικά κείμενά του ανάμεσα στα άλλα και ο «Βυθός». Ο Γκόρκι υπήρξε ένας αυτοδημιούργητος πολίτης. Η νεανική ζωή του είναι το τυπικό δείγμα της λούμπεν προλεταριακής μοίρας. Βγήκε στη δουλειά, στη μιζέρια, τους διωγμούς, την αλητεία, το παιδικό κτηνώδες μεροκάματο σχεδόν νήπιο. Έμαθε γράμματα στα διαλείμματα μιας αφόρητα πιεστικής ζωής. Έγινε μανιακός του διαβάσματος γιατί πίστευε πως μόνο η μόρφωση μπορεί να τον απαλλάξει από τη φτώχεια και την εκμετάλλευση.

Πάντα στα έργα του αντιμετώπισε άλλοτε καταλυτικά σατιρικά, άλλοτε αρνητικά, άλλοτε οργίλα τους διανοούμενους, τους θεωρητικούς και τους ουτοπιστές. Αστοί, μικροαστοί και διανοούμενοι ήταν ο στόχος του, ενώ αγκάλιαζε με απέραντη κατανόηση, θαυμασμό και εμπιστοσύνη τους εργάτες, τους προλετάριους κα τους ονειροπόλους ανθρωπιστές, όπως ήταν και ο ίδιος.

Είναι εμφανές πόσο ο Γκόρκι «ζήλευε» τη δραματουργία του Τσέχωφ. Και θέλησε από τη μεριά του τον ίδιο κόσμο, των μεγαλοαστών και των τσιφλικάδων, να τον αποσπάσει από την υποδόρια κριτική της τσεχωφικής ειρωνείας και με μεγεθυντικό φακό, συχνά με τηλεβόα λαϊκής οργής, να τον γελοιοποιήσει. Και στους «Μικροαστούς» και στους «Εχθρούς» και στους «Παραθεριστές» και στους «Τελευταίους» δεν κρύβεται η ζήλεια του (προσοχή δεν γράφω «ο φθόνος») για τον «Θείο Βάνια» και τον «Βυσσινόκηπο». Όλα του τα έργα και η «Βάσα» κριτικάρουν τα καμώματα, γελοία, εγκληματικά, ανήθικα και ψυχοπαθολογικά μιας μείζονος οικογένειας μεγαλοαστών , επιχειρηματιών, εμπόρων κ.λπ. Ο Γκόρκι υπήρξε αναρχοαυτόνομος ουτοπιστής ανθρωπιστής σοσιαλδημοκράτης και στην Επανάσταση του ΄17 ανήκε στους μενσεβίκους του Κερένσκι. Έγραψε αυστηρές σελίδες ενάντια στις ακρότητες των πρώτων επαναστατικών ημερών ως δημοσιογράφος. Με τον Στάλιν δεν τα πήγε καλά, γι΄ αυτό για πολλά χρόνια και λόγω φυματίωσης ξεχειμώνιαζε στο Σορέντο. Γύρισε άρρωστος οριστικά το 1929 και δεν έπαψε να κρίνει τις εφαρμογές της μαρξιστικής θεωρίας στην πράξη, συχνά αυστηρά. Οι φήμες λένε πως τον έφαγε το σκοτάδι το σημαδιακό 1936 με τις δίκες της Μόσχας. Ο Στάλιν δεν θα τολμούσε να τον καθίσει στο σκαμνί, γι΄ αυτό αλλιώς (όπως και για άλλους που δεν αυτοκτόνησαν) τον καθάρισε και βέβαια υποκριτικότατα στην κηδεία του σήκωσε το φέρετρο στον ώμο του!! Ο Γκόρκι όμως στην προσπάθειά του να δείξει τις καλές του προθέσεις απέναντι στο κόμμα δέχτηκε να γίνει ο πρόεδρος στο πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων (1934), όπου ο Ζντάνοφ στηριζόμενος στις απόψεις του Γκόρκι, έβαλε τις θεωρητικές βάσεις του διαβόητου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Ο αφελής βέβαια γέροντας δεν μπορούσε να φανταστεί πως οι απόψεις του για τους υγιείς λαϊκούς εργαζόμενους, ήρωες των έργων του, μαγιά του επαναστατικού άρτου και η αμφισβήτηση συχνά

ΙΝFΟ

«Βάσα»: Στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας- Α΄ Σκηνή (Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη.

Τηλ. 210-8838.727).

των αεροβατούντων διανοουμένων θα γινόταν μετά τον θάνατό του (1936) δόγμα για να επιβληθεί στη λογοτεχνία «ο θετικός σοβιετικός ήρωας» και να κυνηγηθούν απηνώς οι διανοούμενοι που δεν συνεμορφώνοντο προς τας υποδείξεις. Έτσι, σ΄ αυτό το κλίμα, λίγο πριν πεθάνει, προχώρησε στην τελείως διαφορετική εκδοχή της «Βάσας», ένα έργο σύμφωνο με τας υποδείξεις του δόγματος, όπου όλοι οι αστοί είναι διεστραμμένοι, φαύλα, άρρωστα πρόσωπα για χρήμα και φόνο.

Ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης του ρωσικού θεάτρου, σκηνοθέτησε την πρώτη εκδοχή (1910) έχοντας ως όχημα την έξοχη μετάφραση της επίσης ενήμερης στα ρωσικά γράμματα Χρύσας Προκοπάκη. Ο Λιβαθινός είναι δάσκαλος ρόλων. Γνωρίζει στην εντέλεια τη μέθοδο Στανισλάβσκι, όπως αυτή έχει εν τω μεταξύ εμπλουτιστεί και εκσυγχρονιστεί. Ψυχολογικές αποχρώσεις, κριτικός ρεαλισμός και θεατρική «φυσικότητα» κυριάρχησαν στην παράσταση του θιάσου «Πράξη» στην Οδό Κεφαλληνίας. Η σκηνοθεσία, χωρίς εντυπωσιασμούς και φυγές στο άτοπον έγινε μελέτη χαρακτήρων, αποχρώσεων, ρυθμών, κινήτρων και σκοπών. Και το έργο έλαμψε από σαφήνεια, ακρίβεια και υποκριτική ειλικρίνεια. Η αστική φυλακή της οικογένειας Ζελέζνοφ βρήκε στην έμπνευση της Ελένης Μανωλοπούλου το εικαστικό της ανάλογο. Στη σκηνή που πολιορκείται από τις τέσσερις πλευρές από το κοινό επικρατούσε ο εφιαλτικός ήχος των ρολών του εγκλωβισμού των άπληστων μεγαλοαστών. Οι φωτισμοί του Αναστασίου σοφοί, η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου σύμφυτη με τον ρυθμό της σκηνοθεσίας και οι φυσικοί-μουσικοί ήχοι του Θ. Αμπαζή, άλλη μια φορά έδειξαν πως η σκηνική μουσική είναι ο βαθύς λόγος των δρώμενων και όχι κινηματογραφικές συναισθηματικές ριπές.

Ανάμεσα στην αφοσίωση και στην οργή


Η διανομή που είχε στη διάθεσή του ο Λιβαθινός είναι αυτό που λέμε συνήθως «ιδανική», παλιότερα λέγαμε αντάξια Εθνικού Θεάτρου (πού τώρα!). Η Ευτυχία Γιακουμή σχεδίασε τη βασανισμένη, ταπεινωμένη, βιασμένη υπηρέτρια Λίπα με κίνηση και έξοχη μιμική, που τα συγκρατείς στη μνήμη. Η Ελένη Ουζουνίδου (Ντούνια) ξέρει με λιτά μέσα να πλάθει τύπους με μια εξαίσια τεχνική κλόουν-καρατερίστα. Ο Κώστας Γαλανάκης επιβεβαίωσε άλλη μια φορά τη σπάνια κλάση του. Σχεδίασε τον επιστάτη με υλικά στέρεα ισορροπώντας ανάμεσα στην αφοσίωση και στην οργή.

Ο Μάνος Βακούσης, χωρίς να πέφτει ούτε μια στιγμή στην παγίδα της μανιέρας, σχεδίασε με γνήσια μέσα άλλον έναν φαύλο ηδονιστή γλοιώδη τύπο.

Η Άννα Κουτσαφτίκη (Λιουντμίλα), ώριμη πια ηθοποιός, πλάθει τον ρόλο με μια εσωτερική τεχνική που αποκαλύπτει με μέτρο τα κίνητρά της και τους στόχους της.

Η Τζίνη Παπαδοπούλου (Νατάλια) έφτιαξε με επιμέλεια φαρμακοτρίφτη μια υστερική φιγούρα στερημένης γυναίκας, φιλόδοξης αλλά υποταγμένης. Ο Ηλίας Κουνελάς (Πάβελ) λίγο υπερβολικός, ρητορικός και κινησιολογικά άμετρος, δεν χάλασε το σύνολο γιατί ο ρόλος επιτρέπει να παιχτεί σαν μια τραγική καρικατούρα.

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, λιτός και μετρημένος, έπλασε έναν τσεχωφικό τύπο (Σεμιόν). Η Μαρία Καλλιμάνη (Άννα) φόρεσε με άνεση το προσωπείο του παρατηρητή, ενώ άφησε να υποφώσκει η δίψα για χρήμα και η φιλοδοξία για εξουσία.

Τέλος, η Μπέτυ Αρβανίτη κατόρθωσε έναν αρνητικό τύπο αυταρχικής μητριαρχικής προσωπικότητας να τον ισορροπήσει με στοιχεία μητρικής έγνοιας και δυναμικής αλλά τρυφερής αναφοράς στη ρίζα και τη συνέχεια. Η διαλεκτική αντιφατική Βάσα έγινε κατανοητή ως αρνητικός κοινωνικός τύπος και ως αξιοσημείωτος θεατρικός ρόλος.

Μια παράσταση που τιμά το θέατρό μας και σέβεται τον μεγάλο Ρώσο ανθρωπιστή Γκόρκι.

ΥΓ: Στην κριτική για το «Φιόρε του Λεβάντε» ο δαίμων παρέλειψε τη θετική κρίση για την έμπειρη, λιτή και γεμάτη χιούμορ ερμηνεία του Χάρη Σώζου.