«Φάρος» για τηλε-ξέρες


«Φαινόμενο» χαρακτηρίζεται μια εκπομπή που στο prime time ενός εξόχως ανταγωνιστικού τηλεοπτικού περιβάλλοντος φτάνει ποσοστά μονοπωλίου και τέτοιο είναι το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ»
Ένα τηλεοπτικό «φαινόμενο» δεν συμβαίνει ξαφνικά, «χτίζεται». Χτίζει σχέση με το φιλοθεάμον, χτίζει συνήθεια, διαμορφώνει κοινό και διαμορφώνεται από το κοινό του.

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τη σάτιρα του Λάκη Λαζόπουλου, αλλά και για σειρές κάθε είδους, ακόμη και τις διεθνείς επιτυχίες, όπως το Sex and the city κ.ά.

Για την ακρίβεια, τηλεοπτικό προϊόν που δεν αντανακλά μια συνήθεια, μια ανάγκη, μια κατάσταση από την πραγματικότητα του τηλεοπτικού κοινού, δεν μπορεί να κάνει επιτυχία.

Η τηλεόραση δεν πρωτοπορεί, δεν επιβάλλει συνήθειες και νοοτροπίες που δεν υπάρχουν. Συνήθως διογκώνει εκείνες τις νοοτροπίες που θέλουν την κοινωνία αναλλοίωτη, τις εξουσίες να συντηρούνται ως έχουν και να εναλλάσσονται χωρίς ανατροπές και αδιαφορεί για εκείνες τις νοοτροπίες που ωθούν την κοινωνία στην εξέλιξη και την αλλαγή. Έτσι διαμορφώνει μια δική της πραγματικότητα, την οποία παρουσιάζει ως αληθινή. Η σάτιρα του Λάκη Λαζόπουλου συμμετέχει απολύτως σε όλο αυτό το τηλεοπτικό «παιχνίδι», αποτελεί σημαντικό κομμάτι του και ως τέτοιο αποθεώνεται.

Η τηλεθέαση της εκπομπής του ωστόσο απογειώθηκε όταν έβγαλε το «κοστούμι» του «Γύφτου», που ως τύπος από το περιθώριο ήταν εύκολο να υπογραμμίσει τη διαφορά με το λαίφ στάιλ της γκλαμουροτηλεόρασης. Πλέον το «Αλ Τσαντήρι Νιουζ» είναι μια απομίμηση θεατρικής παράστασης, με τον Λαζόπουλο θιασάρχη και την τηλεόραση- ριάλιτι να «γράφει» τα κωμικά σκετς. Ιδανικός «φωτογράφος» χαρακτήρων και ηθών, έδωσε το καλύτερο υλικό του με τους «Μήτσους», ειδικά στην πρώτη τους περίοδο, όταν διαμόρφωσε τους 10 χαρακτήρες Νεοελλήνων χρησιμοποιώντας κώδικες τους οποίους είχε δουλέψει, καλλιεργήσει και σμιλέψει με φροντίδα που έδειχνε σκέψη βαθιά και καλλιεργημένη. Ήταν πιο απαιτητικός ως καλλιτέχνης και από τον εαυτό του και από το κοινό του.

Παραμένει η σάτιρά του ένας «φάρος» της εποχής. Η εγκατάλειψη εκείνων των απαιτητικών παραγωγών και του εκλεπτυσμένου χιούμορ για την ωμότητα τηλεοπτικών αστείων που εκτονώνουν τη στιγμή, σαν ξεφύσημα έπειτα από βιαστικό ανέβασμα ανηφόρας, δείχνει τόσο την έκπτωση της ποιότητας της δημόσιας σφαίρας όσο και τη μείωση των αντοχών του τηλεοπτικού κοινού.

Ωμό χιούμορ σε μια ωμή τηλεόραση που διαμόρφωσε και την ανάλογη κουλτούρα. Η επικράτηση του ριάλιτι σε ολόκληρη την εγχώρια τηλεόραση σφράγισε και το είδος της λαζοπούλειας σάτιρας, η οποία απέκτησε «στόχους» με ονοματεπώνυμα, στους οποίους απευθύνεται με τον δικό τους λόγο και αισθητική, ήτοι με «ξεφώνημα».

Γι΄ αυτό και είναι ο αγαπημένος των μεσημεριανάδικων.

Τους έδωσε την ευκαιρία να ταυτίσουν τη σάτιρα με την προσωπική επίθεση. Ως εκ τούτου θεωρούν την εκπομπή του δεξαμενή για να αλιεύουν «πικάντικους» καβγάδες. Συντηρούν τον ίδιο ως πρόσωπο στο επίκεντρο του τηλεκόσμου τους, που τον αποτελούν επίσης πρόσωπα, ιδιώτες. Ο κόσμος της κουτσομπολίστικης τηλεόρασης έχει τα επαγγέλματα ως αόριστο συνοδευτικό χαρακτήρων, οι οποίοι έχουν ταλέντο στην αυτοέκθεση. Δικηγόροι είναι, τραγουδιστές είναι, νούμερα είναι, σημασία έχει να διαθέτουν έντονο ναρκισσισμό για να εκθέτουν προσωπικά τους χαρακτηριστικά.

Αυτή την εξουσία των ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων άρχισε να σατιρίζει στο «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» ο Λάκης Λαζόπουλος (από τον Κούγια μέχρι την Αννίτα Πάνια). Οι ευαίσθητες κεραίες του στα μηνύματα της εποχής αντιλαμβάνονται ότι η επιβολή του ιδιωτικού και ασήμαντου είναι από τις πλέον σαρωτικές αισθητικές που επέβαλε ποτέ εξουσία, εξοντώνει οτιδήποτε δημιουργικό, αφού μέχρι τα βρακιά τα δικά της και των διπλανών της, άντε και τις μοδίστρες που τα ράβουν, φτάνει το ενδιαφέρον της.

«Μπισκοτάκια» για τη λιγούρα


Ο κίνδυνος, όμως, που έγινε πλέον ορατός για τον Λάκη Λαζόπουλο, είναι ότι χαμηλώνει τον πήχυ για να συμπεριλάβει- και ορθώς- το μεγάλο κοινό, φλερτάροντας εμφανώς με την ιδέα να προτείνει ο ίδιος, ως αντιπαράθεση στον τηλεπολτό, αξίες που θεωρεί «υψηλότερες» και «ευγενέστερες». Τέτοιες όμως, μπορεί να είναι εκείνες που τις επιλέγει πνεύμα καλλιεργημένο και ως εκ τούτου ελεύθερο και όχι τηλεοπτικό κοινό που παρακολουθεί τα μεσημέρια κουτσομπολιά και τηλεμπουγαδόνερα και κάθε Τρίτη βράδυ «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» για να εκτονωθεί. Και όχι μόνο να αισθανθεί καλύτερα με τον εαυτό του, γιατί στου Λάκη προσφέρουν ολίγη από παράδοση και ποιότητα σαν «μπισκοτάκια» για τη λιγούρα.

Κι όμως, το καλύτερο στοιχείο του είναι η ευγένεια και ο σεβασμός προς καλλιτέχνες με μακρά θητεία και μεγάλη προσφορά, όχι επειδή προβάλλει ιδίως τους καλλιτέχνες εκείνους που η τηλεόραση πεισματικά αγνοεί επειδή δεν ταιριάζουν στην εμπορική αισθητική της, αλλά γιατί προβάλλει μια στάση ζωής. Το ίδιο όμως είναι και η σάτιρα: δεν έχει τόση σημασία το αστείο, η ατάκα, όσο το να είναι «ορατή» η διαδρομή του καλλιτέχνη ώς εκεί.