Τα δάκρυα είναι καυτά


Όλη η βδομάδα ποτισμένη στα δάκρυα της κυρίας Ρούλας και ζαλισμένη απ΄ το άρωμα των δενδρυλλίων της λεβεντομάνας. Όπου να γυρίσεις το μάτι σου, σε όποιο κανάλι, η κυρία Βροχοπούλου (κατ΄ άλλους Βρογχοπούλου, όπως σωστά επεσήμανε η κυρία Πετρούτσου από την «Ελευθεροτυπία») κλαίει με λυγμούς τη μαύρη της την μοίρα, και τον αλλοδαπό «αντρούλη» της, κι από δίπλα ένας Κρητικός ένας μπάτσος ένας πολιτικός και ένας δικηγόρος βάζουν το θέμα «φούντα» κάτω και το αναλύουνε. Πλαντάξαμε στο κλάμα, μαστουρώσαμε απ΄ τις αναθυμιάσεις των χασισοφυτειών. Χαρά η Ντόρα. Έκτη είδηση το θέμα ΦΥΡΟΜ γιατί πριν της είχανε «πρήξει τα Σκόπια».

Γύρισα την πλάτη στην πληροφόρηση, άνοιξα το ποίημα, διαβάζω:

«Έτσι ακριβώς με ζωγράφισες Όπως ήμουν.

Κρίμα.

Αν η έμπνευσή σου Είχε αγαπήσει να μου βγάλει το παλτό άνετα θα μπορούσε να είναι άνοιξη να είχε ανθίσει η θάλασσα και το παράλογο που λέω».

Δεν ξέρω γιατί (ή μάλλον ξέρω τόσο καλά που το διαγράφω αγνοώντας το) αλλά μου φαίνεται πιο ρεαλιστική η ματιά της Δημουλά από την ίδια την πραγματικότητα. Ίσως γιατί σ΄ αυτό το ερωτικό παράπονο καραδοκεί ένας θάνατος, που παρ΄ όλο το πένθος δεν καταδέχεται το δάκρυ. Ψάχνω πόθεν η πένθιμη νότα που την ακούω να χτυπά επίμονα κάτω απ΄ τις λέξεις; Κάνω ακροβατικά με τη μνήμη μου, επικίνδυνα σάλτα από αιώρα σε αιώρα χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της όποιας λογικής. Γυρίζω στις κουβέρτες, φτιάχνω φωλιά τα μαξιλάρια, πάω να μπω στον ύπνο. Το μετανιώνω ανάβω το φως. Μισοκοιμισμένος στο «ανθίσει», λέω. Στο «να είχε ανθίσει η θάλασσα» βρίσκεται ο ήχος ο επιτάφιος. Ψάχνω, ξαναψάχνω τίποτα. Λαγοκοιμάμαι. Μέσα, από κάπου βαθιά, στα «άπατα» που λέγαμε μικροί, αρχίζει να αναδύεται από τα βάθη των αιώνων τυλιγμένη και στολισμένη με χιλιάδες ιριδίζουσες φυσαλίδες η φράση: «όρώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» τρέχω στο Σεφέρη. Ναι, εκεί είναι: «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» «… Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι αν “όρώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς” είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν…» γυρεύω στοιχεία στο «Γλωσσάρι»: «όρώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς».-«Βλέπουμε ν΄ ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο» Αισχύλος, Αγαμέμνων, 659 εκ του Θεάτρου λοιπόν το πένθος εκπορευόμενον.

Πού ήμουνα και πού βρέθηκα, μισοαστειεύτηκα και ξαναπήγα στον ύπνο που με περίμενε ξυπνός. Από το κλάμα της κυρίας (Ρούλας) και τα δενδρύλλια, στη Δημουλά, στο Σεφέρη του ΄37, για να περάσω στον Αισχύλο του πέμπτου προ Χριστού αιώνα και να καταλήξω στον Όμηρο κι ακόμα πιο βαθιά στην Τροία του μύθου και της ελικοβλέφαρης Ελένης. Έσβησα το φως σαν ανακουφισμένος, μ΄ ένα χαμόγελο να σκάει στην καρδιά μου άγνωστο από πού δοσμένο. Έρχεται ο ύπνος μαλακά κι όμως δεν μ΄ αγκαλιάζει. Ακούω, είμαι σίγουρος, λυγμούς. Μια γυναίκα μες στο δωμάτιό μου κλαίει. Κοιτάω η τηλεόραση κλειστή. Σηκώνομαι τη σβήνω απ΄ το κουμπί της και όχι μόνο απ΄ το τηλεκοντρόλ, εκεί αυτή συνεχίζει να κλαίει. Τη βγάζω απ΄ την πρίζα. Πέφτω κλείνω τα μάτια. Αδύνατον. Το κλάμα συνεχίζεται. Στην τηλεόρασή μου, έχουν χτίσει ζωντανή μια γυναίκα που κλαίει, κλαίει, κλαίει, με λυγμούς. Και κανείς δεν μπορεί να μου τη σταματήσει.