Δύσκολο διάβασμα, οι 900 σελίδες του βιβλίου «Ευμενίδες» που έγραψε απ΄ ευθείας στα γαλλικά ο Αμερικανός Τζόναθαν Λίτελ. Δύσκολο, όχι μόνο επειδή περιγράφει τρομερές θηριωδίες, λεπτομέρειες αβάσταχτες από τη ναζιστική προέλαση ανατολικά και την εξόντωση των Εβραίων στην Πολωνία και την Ουκρανία, αλλά και επειδή είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Στραμπούληγμα της αναγνωστικής διαδικασίας δηλαδή, γιατί πώς να γίνει; Όταν διαβάζουμε λογοτεχνία, ταυτιζόμαστε με τον ήρωα, συμπάσχουμε με τα πάθη του, τον συμπαθούμε μοιραία. Πώς να ταυτιστείς όμως με έναν ανώτερο αξιωματικό των Ες-Ες, ο οποίος παρακολουθεί μεταξύ άλλων και την εκκένωση του Άουσβιτς, είναι ιδεολόγος ναζιστής, μας εκθέτει συχνά τις τρομερές ιδέες του, σκοτώνει πρώτα ιδεολογικά, εν συνεχεία συνεχίζει να σκοτώνει ως υπνοβάτης πια και στο τέλος τη γλιτώνει κιόλας;

Είναι αδύνατον, οπότε παρακολουθώντας τα προσωπικά του και τα προβλήματα καριέρας του, πας να παρασυρθείς κάποια στιγμή. Ένας μικρός αναγνώστης μέσα σου πάει να παρασυρθεί κι αμέσως σε πιάνει αηδία, με μια στροφή του μυαλού και της ψυχής, για τον εαυτό σου και το ανθρώπινο είδος, συνεχίζεις με κόπο, επιθυμείς να συμβεί κάτι κακό στον ήρωα, αλλά και όταν συμβαίνει δεν επέρχεται κάθαρση, οι Ερινύες έχουν γίνει Ευμενίδες χωρίς λόγο. Ή επειδή η ανθρώπινη ζωή δεν αντέχει τόσες Ερινύες. Μια γεύση πίκρας αδικαίωτης μένει στο τέλος, όλοι οι νεκροί που συσσωρεύτηκαν σ΄ εκείνον τον πόλεμο και τους υπόλοιπους, όλη η κατάντια που μπορεί να κρύβουν οι μεγάλες ιδέες, κατακαθίζει στο μυαλό τού αναγνώστη και διεκδικεί μόνιμη εγκατάσταση.