Είναι εραστές. Παντρεμένοι, αλλά όχι μεταξύ τους. Ένα παράνομο ζευγάρι, λοιπόν. Η σχέση τους υπακούει σε αυστηρούς κανόνες: συναντήσεις μόνο κάθε Πέμπτη μεσημέρι σ΄ ένα μικρό ξενοδοχείο στα Εξάρχεια, η περίπτωση να διαλύσουν τους γάμους τους και να νομιμοποιήσουν τον δεσμό τους έχει αποκλειστεί εξαρχής.

Εκείνη, η Αντιγόνη, είναι οδοντίατρος, καλλιεργημένη, με πολύ από το πάθος της μυθολογικής συνονόματής της, αποφασισμένη όμως να μη διακινδυνεύσει τη νηνεμία που της εξασφαλίζει η οικογένειά της και την αυτοσυγκράτηση που της επιβάλλει η ευθύνη γι΄ αυτήν, έστω και αν ο σύζυγός της είναι ένας μονοκόμματος αξιωματικός του Λιμενικού.

Εκείνος, ο Άγγελος, μοιάζει να λοιδορεί το όνομά του- ή να λοιδορείται από αυτό. Εκτός αν οι άγγελοι αυτοεξευτελίζονται και παρασύρονται από το πάθος τους σε μικρόψυχες πράξεις εκδίκησης. Όπως και αν έχει το πράγμα, ο Άγγελος Επισκοπάκης, με το πλήρες όνομά του, είναι ιστορικός και φιλόλογος, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, που χάρη σ΄ έναν πλούσιο δεύτερο γάμο απέκτησε κοσμηματοπωλείο και αφοσιώθηκε σ΄ αυτό (ομολογουμένως παράξενη αλλαγή καριέρας). Εγκεφαλικός, για την ακρίβεια δειλός απέναντι στα συναισθήματά του, φροντίζει να τα ποδηγετεί, να τα στομώνει, και πιστεύει πως έχει πλήρη έλεγχο της διπλής ζωής του.

Ώσπου εμφανίζεται ο εκβιαστής, στο πρόσωπο ενός αγροίκου Βούλγαρου μετανάστη. Σε πρώτη φάση ο Τοντόρ, όπως λέγεται, δεν ζητάει χρήματα, αλλά τις σεξουαλικές υπηρεσίες της Αντιγόνης. Η οποία ενδίδει και, τουλάχιστον από ένα σημείο κι έπειτα, φαίνεται πως δεν το κάνει μόνον από εξαναγκασμό. Ο Άγγελος ταπεινώνεται μαζοχιστικά, παρακολουθώντας ανήμπορος τις συναντήσεις της ερωμένης του με τον Βούλγαρο στο ίδιο εκείνο ξενοδοχείο των δικών τους ερώτων.

Κάποια στιγμή ωστόσο η Αντιγόνη επιστρέφει σ΄ αυτόν, δηλώνει ότι θέλει να ξεμπλέξει με τον Βούλγαρο και, αιφνιδιάζοντας τον Άγγελο, του ζητάει να ζήσουν μαζί. Αυτός, αναστατωμένος, αλλά και μην παίρνοντας πολύ στα σοβαρά την πρότασή της, αρνείται. Με τη σειρά της τότε η Αντιγόνη τον απορρίπτει και συνεχίζει τη σχέση της με τον Τοντόρ, τον οποίο τώρα εκθειάζει, με συγκρίσεις καταδικαστικές για τον Άγγελο. Τυφλωμένος από την απελπισία του για την απώλεια της ερωμένης του, ο τελευταίος μεθοδεύει μια εκδίκηση άγρια όσο και ποταπή. Για να πληροφορηθεί, όταν θα είναι πια πολύ αργά, ότι είχε εκτιμήσει εντελώς λανθασμένα την κατάσταση.

Ο Ανδρέας Μήτσου κινείται για άλλη μια φορά σ΄ ένα πεδίο που φαίνεται πως του είναι προσφιλές: το θέμα της ψυχικής αποδιάρθρωσης και σύγχυσης του σύγχρονου ανθρώπου, που παραδέρνει ανάμεσα σε αντιφατικές ανάγκες, παρορμήσεις και αξίες, χωρίς να έχει τη δύναμη, αλλά ούτε τα κριτήρια για ξεκάθαρες και συνεπείς επιλογές. Οι χαρακτήρες αυτού του συγγραφέα είναι λίγο-πολύ συνηθισμένοι άνθρωποι που δεν μπορούν να κατευθύνουν τη ζωή τους, ενεργούν σπασμωδικά, οι πράξεις τους φέρνουν αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα, οι ίδιοι έχουν είτε θολή είτε παραπλανητική εικόνα για τα κίνητρά τους και τις επιθυμίες τους.

Το επίθετο του πρωταγωνιστή στη συγκεκριμένη νουβέλα είναι ακόμη πιο ειρωνικό από το βαφτιστικό του: ο κύριος Επισκοπάκης δεν είναι καθόλου σε θέση να επισκοπήσει αυτό που τον αφορά πιο άμεσα, την ίδια δηλαδή την κατάστασή του. Η συμπεριφορά του υπαγορεύεται προπαντός από τον φόβο: τον φόβο της αποσταθεροποίησης μιας έστω συμβατικής οικογενειακής ζωής (αυτόν που η Αντιγόνη, περισσότερο αυθόρμητη και ανήσυχη, θα ξεπεράσει), τον φόβο της αντιμετώπισης των βαθύτερων συναισθημάτων του, τον φόβο της απώλειας της ερωμένης του και της επιβεβαίωσής του ως άνδρα, στο τέλος ακόμη και τον φόβο της ανάλυσης και εξήγησης αυτού που του συνέβη.

Η αφηγηματική τεχνική του Ανδρέα Μήτσου είναι σύστοιχη με τη σύγχυση του ήρωά του και καθρέφτης της. Καθώς ο Άγγελος Επισκοπάκης δεν μπορεί ούτε εκ των υστέρων να εποπτεύσει την ιστορία του, να την αναπλάσει με συνεκτικό και νοηματοδοτικό τρόπο, τη διηγείται αποσπασματικά, χασματικά, παρεμβάλλοντας κάθε τόσο σκέψεις που επιστρέφουν στον εαυτό τους και συνειρμικές εικόνες από την παιδική ηλικία του χωρίς εμφανή σχέση αναφοράς με τις περιστάσεις μέσα στις οποίες γεννήθηκαν. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, με άλλα λόγια, δεν έχει βγει από αυτή σοφότερος. Ο αναγνώστης όμως έχει καταλάβει αρκετά.

Λιγότερο συνεπής με την αφηγηματική τεχνική είναι η μυθοπλαστική υπερβολή της κατάληξης. Ο συγγραφέας έχει επιλέξει να εγκαταστήσει την ιστορία του μέσα στον χώρο του συνηθισμένου και κοινότοπου, γιατί, όπως λέει μέσω του ήρωά του, εκεί «λουφάζει η αλήθεια του καθενός» και «όσο βαθαίνει κανείς, το πολύπλοκο γίνεται απλό, καθημερινό». Με την επινόηση όμως ενός εξεζητημένου, ακραία δραματικού τέλους φαίνεται να παρεκκλίνει από αυτή τη γραμμή και να ωθεί τον αναγνώστη του να θεωρήσει αναδρομικά την ιστορία υπό το πρίσμα του έκτακτου, πράγμα που δεν της ταιριάζει καθόλου, γιατί παραγνωρίζει την ίδια την ουσία της και αδικεί έτσι την όλη προσπάθεια του συγγραφέα.

Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε αυτή την αστοχία, ο Ανδρέας Μήτσου διεξέρχεται το θέμα του λιτά, πειστικά και υποβάλλοντας με τη γραφή του, σε καίρια σημεία, περισσότερα από αυτά που λέει ο ήρωάς του. Προσωπικά, πιστεύω ότι η εκ των ένδον περιγραφή της ατομικής σύγχυσης είναι μια τεχνική που έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της μέσα στα όρια της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι ο Μήτσου, τόσο σ΄ αυτό όσο και σε άλλα βιβλία του, υπερασπίζεται τις επιλογές του με ειλικρίνεια, αισθαντικότητα και μαστοριά. Όπως είναι σήμερα η κατάσταση στην πεζογραφία μας, τέτοιες αρετές δεν είναι και τόσο αυτονόητες για έναν συγγραφέα και πρέπει να τις εκτιμούμε στα πραγματικά τους πλαίσια.

Ανδρέας Μήτσου

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΑΚΗΣ

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΔΕΙΛΟΥ

ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2007, ΣΕΛ. 143, ΤΙΜΗ:

10,45 ΕΥΡΩ