Όταν ο πραματευτής έχει κάποιες αντιρρήσεις ως προς το αν θα είναι ικανός να κυβερνήσει, δεδομένου ότι δεν σκαμπάζει από νόμους, τέχνη, οικονομία και τα ρέστα, τον πείθουν πως ακριβώς αυτά είναι τα προσόντα που καθιστούν κάποιον χαρισματικό ηγέτη. Όταν εν τέλει πείθεται και τον φέρνουν σε αντιπαράσταση με τον ξεπουλημένο δημαγωγό, οι δυο τους συναγωνίζονται σε έναν συγγραφικά έξοχο κυνικό «αγώνα» σε ύβρεις και σε πλειοδοσία ρουσφετιών, δωροδοκιών, παρανομιών, διαπλοκών και διαφθοράς. Το νόστιμο είναι πως καυχιούνται για τα φαύλα πεπραγμένα τους.

Όταν ο δημαγωγός νιώθει πως χάνει το παιχνίδι της αντιπαράθεσης καταφεύγει στη Βουλή, την οποία έως τώρα έλεγχε σκορπίζοντας ρουσφέτια. Στο βήμα της Βουλής οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι εξαντλούνται σε παροχές, ταξίματα, διορισμούς κ.τ.λ. Όταν ο ένας τάζει κάτι, ο άλλος διπλασιάζει την παροχή. Υπόσχονται ακατάσχετα. Εν τέλει ο αγοραίος αντίπαλος κερδίζει την εύνοια των βουλευτών φέρνοντας στην αγορά φτηνά σαφρίδι, μαρίδα και σαρδέλα. Έτσι οι λιμάρηδες βουλευτές εγκαταλείπουν τα έδρανα και τρέχουν προς τα ψαράδικα να προφτάσουν το τεφαρίκι. Εκεί τους περιμένει ο μουστερής και τους δίνει δωρεάν και ένα ματσάκι μάραθο, πράσο και δυόσμο. Η επέλαση στους πάγκους δεν ανακόπηκε ούτε κι όταν ήρθε η είδηση πως έφτασαν προτάσεις ειρήνης από τους αντιπάλους. Έτσι θριαμβολογεί ο αγοραίος σφετεριστής: «Μ΄ ένα ματσάκι μάραθο και δυο πρασόφυλλα κέρδισα την εμπιστοσύνη της Βουλής»!!

Στο τέλος ο ανταγωνισμός των διεκδικητών της εξουσίας μεταφέρεται ενώπιον του πονηρού Δήμου. Οι δύο φαύλοι επίδοξοι κυβερνήτες τον γεμίζουν φτηνά δωράκια, κολακεύουν την ευθυκρισία του, επιστρατεύουν τους νόμους και τους προφήτες, εξαντλούνται σε ύμνους και γλειψίματα και ως είναι φυσικό (δηλαδή αυτονόητο εκ της ιστορικής εμπειρίας) κερδίζει ο αγοραίος πολιτικός διότι δίνει ρέστα, τα δίνει «όλα»!