Είπαν ότι ο θάνατος των δύο αεροπόρων οφείλεται σε «υπερβάλλοντα ζήλο». Αυτή μάλλον θεωρείται και η πιο έγκυρη εκδοχή. Αλλά ποιος μπορεί να ορίσει τι είναι «υπερβάλλον» και τι εντελώς «απαραίτητο» σε μια χώρα όπου αποδεικνύεται πως της λείπουν ακόμη τόσα πολλά; Η στιγμή της αποκάλυψης έρχεται πάντα με μια κρίση. Κι εδώ η κρίση πήρε μια φλεγόμενη όψη που τύφλωσε σχεδόν τους πάντες. Πολιτικούς, διοικητικά στελέχη, τεχνικούς, ανθρώπους που ήταν επιφορτισμένοι- υποτίθεταιμε το να αποτελούν μιαν αξιόπιστη μηχανή επέμβασης. Η ανθρώπινη μηχανή δεν δούλεψε και έτσι χρειάστηκε η χαμηλή και θανάσιμη πτήση του σμηναγού και υποσμηναγού.

Πάντα έτσι συμβαίνει. Την ώρα που οι περισσότεροι πελαγώνουν ή μεταθέτουν τις ευθύνες, κάποιοι ελάχιστοι ξεπετάγονται μέσα από την αδράνεια για να επωμιστούν όλα τα βάρη. Στην περίπτωση των δύο πιλότων το τόλμημα κατέληξε στον χαμό τους. Κι εκείνοι που είπαν ότι ο ζήλος τους ήταν παραπάνω απ΄ ό,τι έπρεπε, συμπλήρωσαν το πόρισμά τους λέγοντας με ύφος λυπημένου πραγματογνώμονα πως επρόκειτο για «άδικη» απώλεια. Τι πρόχειρος επικήδειος! Μνημονεύουν ήδη τους πεσόντες σαν να ΄ταν τα θύματα κάποιου τροχαίου.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι δεν υπάρχει άδικη θυσία εκεί που κρίνεται κάτι ζωτικό για την κοινότητα. Θλιβερό βέβαια που χάθηκαν δυο νέοι άνθρωποι, ακόμη πιο θλιβερό όμως να υποβιβάζεται η πράξη τους στο επίπεδο ενός λάθους που θα ήταν δυνατόν ν΄ αποφευχθεί. Δεν είναι το ορθό ή το λάθος που μετρά εδώ, είναι η στάση απέναντι στον κίνδυνο. Για τους λιπόψυχους ο κίνδυνος είναι ένα σήμα για να το βάλουν στα πόδια, για τους εύψυχους είναι συχνά μια πρόκληση. Ξέρουν οι δεύτεροι ότι παίρνοντας το ρίσκο, όσο έμπειροι κι αν είναι, ρίχνονται σ΄ έναν στρόβιλο γεμάτο απρόοπτα.

Η ΠΤΗΣΗ ΤΩΝ

δύο πιλότων δεν ξεκίνησε από κάποια παροδική έξαψη. Πρέπει να τη δούμε σαν κίνηση γεννημένη από εκείνη τη σοβαρότητα που μπορεί να φθάσει στα άκρα

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι συντελέστηκε μέσα στις ψυχές των πιλότων την ώρα που οι φλόγες υψώθηκαν αντίκρυ τους κάνοντάς τους ένα αλλόκοτο, ερεθιστικό σινιάλο. Μπορεί να το είδαν σαν ένα πυρακτωμένο όριο, ένα φράγμα στις ικανότητές τους και να ζήτησαν να το ξεπεράσουν. Μπορεί βουτώντας στη μαύρη καπνιά να θέλησαν την κάθαρση για λογαριασμό όλων, έχοντας ήδη ακούσει τις προηγούμενες ημέρες τους πολιτικούς να ψελλίζουν απολογίες ή να εκτοξεύουν μομφές ο ένας εναντίον του άλλου. Μπορεί αηδιασμένοι από αυτές τις φυσαλλίδες μέσα στο πολιτικό καζάνι να θέλησαν να πέσουν στην πραγματική φωτιά, αποδεικνύοντας σε όλους και πρώτα στους ίδιους ότι οι άνθρωποι είναι τα έργα τους και όχι οι υπεκφυγές τους. Κι επίσης ότι υπάρχουν πράγματα που αξίζει να σωθούν εις πείσμα της ανθρώπινης μικρότητας, εις πείσμα ακόμη και της φύσης. Δεν είναι θέμα συνείδησης μόνο. Κάποιο ένστικτο θα πρέπει να λειτούργησε αρχικά, όπως τόσες φορές σ΄ αυτόν τον τόπο τον σπαρμένο με τάφους μαχητών.

Αμέτρητες οι μάχες που δόθηκαν για τη συλλογική επιβίωση εναντίον εισβολέων και κατακτητών. Από εδώ και πέρα άλλοι αγώνες θα δοθούν σε πεδία όπου ο αντίπαλος, ο εχθρός δεν θα έχει πια ανθρώπινο πρόσωπο. Πίσω από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες θα προσπαθούν μερικοί να ξετρυπώνουν τον εμπρηστή οικοπεδοφάγο, τον ασύδοτο βιομήχανο, τον εξαγορασμένο γραφειοκράτη, κι αυτή η έρευνα θα είναι αναγκαία, αν είναι να ανακοπεί η καταστροφή. Αρκεί τα λόγια να μη στομώνουν τη δράση, το κύμα που φουσκώνει να μην περιέχει μόνο γκρίνια, καταγγελία, αγανάκτηση και μουντζώματα προς τους υψηλά ισταμένους. Η πτήση των δύο πιλότων δεν ξεκίνησε από κάποια παροδική έξαψη. Πρέπει να τη δούμε σαν κίνηση γεννημένη από εκείνη τη σοβαρότητα που μπορεί να φθάσει στα άκρα και που μοιάζει ακατανόητη πια στους περισσότερους.

Ας την ονομάσουμε τρέλα του καθήκοντος, σωτήρια τρέλα. Ας υποκλιθούμε σ΄ αυτήν. Κι ας δείξουμε τη σημασία της, αν το μπορούμε, στους νεώτερους μαθητευόμενους Ικάρους σε κάθε τομέα του κοινού μας βίου.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.