Η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, η επιβράδυνση της αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, η διατήρηση της ανεργίας (8%) σε υψηλά επίπεδα, το χαμηλό επίπεδο της απασχόλησης, της παραγωγικότητας (1999-2006: 2,3% στις ΗΠΑ, 0,6% στην Ε.Ε.), της ανταγωνιστικότητας και η ένταση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτουν με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες υψηλού κινδύνου όσον αφορά την πορεία και το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερο επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον η αναγκαιότητα αναπροσανατολισμού και προσδιορισμού των νέων στόχων και των νέων επιλογών του «ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης», προσαρμοσμένου στις νέες συνθήκες διεθνοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και στις νέες προκλήσεις (καινοτομία, έρευνα, τεχνολογία) που δέχεται στις οικονομικές και κοινωνικές πτυχές του ο ευρωπαϊκός οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός.

Πράγματι, οι νέες προκλήσεις, μεταξύ των άλλων, της ευρωπαϊκής οικονομίας που δημιουργούν συνθήκες υψηλού κοινωνικο-οικονομικού και παραγωγικού κινδύνου στη γηραιά, καινοτομικά και τεχνολογικά, ήπειρο, συνίστανται στη μεταφορά τμημάτων της ευρωπαϊκής παραγωγής στις ασιατικές χώρες, στις χώρες φθηνού κόστους εργασίας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και σε τοποθετήσεις κεφαλαίων (25% των κεφαλαίων που κινούνται σε Ευρώπη και ΗΠΑ), των επαγγελματικών Ταμείων (pensions funds), των ιδιωτικών μετοχικών σχημάτων και των ασφαλιστικών ταμείων (Ελλάδα), σε τίτλους υψηλού κινδύνου (δομημένα ομόλογα- Ελλάδα) που προσδοκούν σε συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας υψηλές αποδόσεις. Το αποτέλεσμα αυτού του τριπλού προσανατολισμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου προς την κατεύθυνση του κερδοσκοπικού καπιταλισμού ή καπιταλισμού- καζίνο είναι ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, δηλαδή του αιώνα της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βρίσκεται στην τεχνολογική, ερευνητική και καινοτομική πρωτοπορία.

Σ΄αυτό το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο αβεβαιότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη της Ένωσης εντείνουν τις συνθήκες υψηλού κινδύνου με την Πράσινη

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ

και ακαδημαϊκές δυνάμεις, τα ερευνητικά ινστιτούτα και τα συνδικάτα δέχονται διαρκή κριτική

Βίβλο για τον «εκσυγχρονισμό» της εργατικής νομοθεσίας και της κεντρικής της επιλογής που είναι η ευελιξία-ασφάλεια (flixicurity). Σ΄ αυτήν την επιλογή όλοι συμφωνούν ότι η ευελιξία αφορά τον εργοδότη και η ασφάλεια αφορά τον εργαζόμενο. Όλοι επίσης συμφωνούν ότι η σχέση ευελιξίας και ασφάλειας είναι αντιφατική. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτήν την αντίφαση στη λειτουργία της οικονομίας δεν υπάρχει μέγεθος για να την απορροφήσει, γιατί πρόκειται για θεσμική μορφή και όχι για οικονομικό μέγεθος (κέρδη, μισθοί, ΑΕΠ) ή για τεχνολογικό μέγεθος της οικονομίας (παραγωγικότητα). Ηπαρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αποδοχή αυτής της επιλογής θα οδηγήσει στην επικράτηση της πλευράς του εργοδότη δηλαδή της ευελιξίας σε βάρος της ασφάλισης του εργαζομένου και σε εμβάθυνση, ως εκ τούτου, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητάς του.

Παράλληλα, οι συνθήκες υψηλού κινδύνου εντείνονται στα κράτη-μέλη και στην Ελλάδα από τους φορείς διαμόρφωσης και άσκησης της ευρωπαϊκής πολιτικής (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και τους διεθνείς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΟΟΣΑ) οι οποίοι, επικαλούμενοι ενδεχόμενη κατάρρευση των προϋπολογισμών και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας καθώς και επιδείνωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας (η Ελλάδα το 2006 παρέμεινε στάσιμη στην 36η θέση, δηλ. προς το τέλος των ανταγωνιστριών χωρών), προτείνουν περιορισμούς στις αυξήσεις μισθών ( η χώρα μας το 2006 ήταν στην, υψηλή, 4η θέση στη συγκράτηση των μισθών) και μείωση κατά 30% των συντάξεων, εντείνοντας την ανασφάλεια των πολιτών.

Σ΄ αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας και υψηλού κινδύνου, οι επιστημονικές και ακαδημαϊκές δυνάμεις, τα ερευνητικά ινστιτούτα και τα συνδικάτα, δέχονται διαρκή κριτική επειδή τα τελευταία, με κινητήρια δύναμη τη στρατηγική της διεκδίκησης και της διαπραγμάτευσης και όχι τη στρατηγική της διαβούλευσης που προωθούν οι επιχειρήσεις και οι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής, δεν αποδέχονται τις πολιτικές μονεταριστικής έμπνευσης που συνοψίζονται στη στρατηγική του κερδοσκοπικού καπιταλισμού με νομισματική σταθερότητα, δημοσιονομική πειθαρχία, απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου, προϊόντων και εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις, ανεργία, υψηλή κερδοφορία και συρρίκνωση των μισθών.

Από την άποψη αυτή, οι προτάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, των διεθνών οργανισμών και των φορέων άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα βρίσκονται εντός της ζώνης υψηλού κινδύνου, δεδομένου ότι προσεγγίζουν και αναλύουν τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της χώρας μας, μόνο με νομισματικές, δημοσιονομικές και κερδοσκοπικές παραμέτρους.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και Επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ