Δέκα ολόκληρα λεπτά κύλησαν πριν καταλάβω ότι, παρά την προχωρημένη ώρα, είχε και κοινό. Η μικρή Τερέζα κι ο νεαρός Μαξιμίλιαν, τα δυο παιδιά που έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα όσο η μητέρα του κοριτσιού και ο πατέρας του αγοριού έλειπαν στις δουλειές τους, άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια και με το στόμα ανοιχτό. Καθισμένα πλάι πλάι στο φαρδύ περσικό χαλί στα πόδια του, τα δυο μοναχικά πλάσματα φορούσαν νυχτικό, πιτζάμα και χοντρά σοσόνια. Με το κάθε κομμάτι χειροκροτούσαν με όλη τους τη δύναμη, ενώ ο κύριος Τζόις σηκωνόταν όρθιος και υποκλινόταν με σεβασμό προς το μέρος τους. Ύστερα συνέχιζε το πολύ ιδιωτικό κοντσέρτο του. (…). Όταν έριξε ξαφνικά το κεφάλι του προς τα πίσω κι έμεινε ακίνητος για κάμποσα λεπτά που μου φάνηκαν ατέλειωτα, ανησύχησα κι έσπευσα να τον πλησιάσω.

«Είστε καλά κύριε Τζόις;» «Ακούω τα μαλλιά μου να ασπρίζουν…» (απόσπ.

σελ. 146- 147)