Μέρες του Γενάρη


Μες στο Γενάρη και πέταξε μπουμπούκια η πασχαλιά. «Τρελή για δέσιμο σου λέω η μαντάμ» έλεγε στην αυλή κάποιος. Γ ια την πασχαλιά; για τη φύση; για τη ζωή; τρέχα γύρευε και ρώτα. Βγήκα στον ήλιο που άπλωνε στη βεράντα μια εκτυφλωτική οθόνη. Έπινα καφέ, διάβαζα εφημερίδες, ένα… σαν μέλισσα; σαν σφίγγα να ζουζουνίζει μια μακριά, μια κοντά, μια δίπλα στ΄ αυτί και μια μες στην ψυχή μου.

Πώς μπέρδεψα έτσι τον καιρό; πώς βγήκα απ΄ τα Χριστούγεννα «επόμενη στάση Άνοιξη»; Διαβάζω όλοι που λένε, γράφουνε, πως χάλασε το κλίμα. Πως φταίει το όζον, τα εργοστάσια, τα αεροπλάνα, οι κηροζίνες, τα δάση τα καμένα οι πόλεις που ανοίξανε περπατησιά και τρώνε λίγο λίγο τον πλανήτη.

Κάνω πως τους πιστεύω μα μέσα μου βαθιά πιστεύω άλλα. Πάω στην κουζίνα πλένω την κούπα του καφέ, ώρες να τρέχει η βρύση το νερό κι εγώ σαν κοιμισμένος μ΄ ορθάνοιχτα τα μάτια να βλέπω και να μην τη βλέπω. Πάω στο μπάνιο να ρίξω στο πρόσωπο λίγο νερό και το πετάω με τις χούφτες στον καθρέφτη. Γυρνάω στη βεράντα η Άνοιξη μες το Χειμώνα να ουρλιάζει. Πετάει δίπλα στα άνθη του νέα ματάκια το χιώτικο το γιασεμί. Πιάνω τη γαρδένια της ψιθυρίζω… «Εγώ φταίω λουλούδι μου, και μην το πεις και σε κανένα. Εγώ που πάντα πίστευα πως με τη δικιά μου δύναμη άλλαζε χρώμα ο κόσμος. Εγώ που έμαθα από μικρός κρυφά να σχηματίζω μέσα μου ένα μικρό τοπίο έτσι να το ΄χω του χεριού μου, μη με τρομάζει ο ντουνιάς και μόλις άνοιγα τα μάτια το ΄βρισκα ολοζώντανο εμπρός μου…

…Εσύ. Εσύ σκατόπαιδο μιας άλλης εποχής κάνεις τις εποχές να αλλάζουν θέση στον καιρό. Εσύ κι όλα τα λάθη που βράζουν χρόνια μέσα σου και τώρα που φουντώσανε και πνίγονται εντός σου, ανθίζουνε ανάποδη εποχή στον κόσμο…

Έλεγα κι άλλα το πρωί πίνοντας ήλιο ανοιξιάτικο στη μέση του χειμώνα. Το βράδυ στο θέατρο παρουσιάσαμε το βιβλίο του Θανάση «της φθαρτής αθανασίας», κι όπως καθόμουν στη σκηνή γυρίζει ο Δημήτρης (ο Λιγνάδης ήταν απ΄ τους ομιλητές) και λέει μπροστά στον κόσμο:

– «Θέλω να πω ένα ποίημα αλλά να κοιτάω τον Σταμάτη».

Κι αρχίζει το «Δώρο ασημένιο ποίημα». Δεν έχω δεχτεί ποτέ τέτοιο ένα δώρο στη ζωή μου. Έφυγα απ΄ τον κόσμο, απ΄ τη σκηνή, απ΄ την Αθήνα. Ιπτάμενος γύρισα το βράδυ σπίτι, και επειδή πουθενά δεν χώραγε τέτοιο ατόφιο ασήμι, το ΄κλεισα μέσα μου όλη τη νύχτα, το πήρα και κοιμηθήκαμε μαζί «τον ύπνο τον αθώο»… κι ίσως ήτανε αυτό που έκανε μέσα μου την αλλαγή. Αυτό πήρε τη χειμωνιάτικη άνοιξη, και τη βάφτισε «αλκυονίδες μέρες», σήκωσε όλο το βάρος της περασμένης μου ζωής και το πρωί μας ξύπνησε φρέσκος, νωπός και καθαρός Γ ενάρης. Γενάρης του ΄07 .