ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΜΑΣ, ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ, ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΑ
ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΟΡΝΟ, ΚΑΙ ΕΘΕΣΕ ΟΣΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ, Ή ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ, Η
ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΟΣΜΟ. ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΘΕΤΕΙ Ο ΠΑΟΥΛ
ΤΣΕΛΑΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΛΙΓΟΣΤΑ ΠΕΖΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η σκέψη του γερμανόφωνου Ρουμανοεβραίου Τσέλαν φέρνει βαθιά τα σημάδια της Ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Ολοκαύτωμα, σαν μια ριζική απορία για το Είναι και τον άνθρωπο. Η ερμητικότητα, η σκοτεινότητα της ποίησής του δεν οφείλεται σε αισθητικές αναζητήσεις, αλλά υπαγορεύεται από τη βαθύτερη ανάγκη να καταδείξει το κενό, την άβυσσο, να καταγγείλει τη γλώσσα των «ψευδών ιερέων», που χρησιμοποιήθηκε και συνήργησε στο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ο Τσέλαν, όσο ελάχιστοι στην εποχή του, αισθάνθηκε την αγωνία μπροστά στον κίνδυνο της ωραιοποίησης της φρίκης.

Ο Μεσημβρινός… του ποιητή της Φούγκας του θανάτου – σε μια άριστα επιμελημένη έκδοση και μετάφραση του Γιώργου Σαγκριώτηπεριλαμβάνει πεζά και ομιλίες, καθώς και τα τρία σημαντικά κείμενά του γραμμένα από το 1958 μέχρι το 1960:

την προσφώνηση που διάβασε κατά τη βράβευσή του με το βραβείο λογοτεχνίας στη Βρέμη το 1958, την περίφημη «Συνομιλία στα βουνά», ένα κείμενο που έγραψε το 1959 με αφορμή την προγραμματισμένη αλλά ματαιωμένη συνάντησή του με τον Τέοντορ Αντόρνο στο Ζιλς Μαρία των ελβετικών Άλπεων, και την ομιλία που έδωσε όταν έλαβε το κορυφαίο γερμανικό βραβείο λογοτεχνίας Γκέοργκ Μπύχνερ στο Ντάρμσταντ το 1960.

Στα κείμενα αυτά ο Τσέλαν συνομιλεί με φιλοσόφους και ποιητές, με τον Αντόρνο, τον Χάιντεγγερ, τον Οσίπ Μάντελσταμ, για να ξεδιπλώσει τη δική του αρνητική θεολογία και τη ριζικά προβληματική ποιητική του σε έναν κόσμο «μετά το Άουσβιτς» όπου, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Αντόρνο, «το να γράψει κανείς ποιήματα είναι βαρβαρότητα».

Σύμφωνα με τον Τσέλαν, η ποίηση πρέπει να βρεθεί στους αντίποδες της παραδοσιακής τέχνης, και όλων εκείνων των τεχνουργημάτων που αποβλέπουν στην απεικόνιση του κόσμου με τα μέσα της πιστής αναπαράστασης και της επικοινωνιακής γλώσσας, ακριβώς επειδή η χρήση αυτής της γλώσσας συνέβαλε στο έγκλημα και οδήγησε στην απουσία νοήματος.

Τρομερή υπήρξε η φθορά της γλώσσας από το ναζιστικό καθεστώς και την προπαγάνδα του, όπως έχει δείξει ο Βίκτωρ Κλέμπερερ στο βιβλίο του Η γλώσσα του 3ου Ράιχ: η γλώσσα του Γκαίτε είχε μετατραπεί σε ένα τυποποιημένο όργανο με συνθηματικές λέξεις που συνδέθηκαν με τις πρακτικές εξόντωσης. Αυτή τη γλώσσα κληρονομούσαν οι νεώτεροι. Όμως το ποιητικό πρόγραμμα του Τσέλαν δεν ήταν η κάθαρση της γλώσσας και η επιστροφή σε μια «αθώα» μορφή της, αλλά η καταβύθιση στο Άλλο της γλώσσας, της λαλιάς, και εντέλει του Λόγου, που απηχεί την καταστροφή.

Τα γερμανικά του Τσέλαν, σύμφωνα με τον Τζωρτζ Στάινερ, εντελώς διαφορετικά από αυτά που μιλιούνται στο Βερολίνο ή στο Μόναχο, είναι ένα είδος παλίμψηστου από λέξεις, υπαινιγμούς, τόνους και ατμόσφαιρες από άλλα πολιτισμικά πλαίσια. Να είσαι ποιητής στη γερμανική γλώσσα για τον Τσέλαν σήμαινε να είσαι ποιητής εξόριστος, να ψάχνεις τις λέξεις «μέσα από τη γλώσσα του θανάτου», να διερευνάς, να ανακαλύπτεις όλους τους δρόμους έκφρασης μέσα στη γλώσσα και ταυτόχρονα όλες τις δυνατότητες αλλαγής του κώδικά της, για να κάνεις μιαν άλλη γλώσσα, μια «αντι-γλώσσα», που δηλώνει και υπενθυμίζει την απουσία και τον θάνατο.

Για τον Τσέλαν, η ποίηση βγαίνει μέσα από την απορία, την κραυγή, το άλογο· είναι «απόσταση και ξενιτιά»· έρχεται ύστερα από «μια βύθιση στη σιωπή που κόβει την ανάσα». Η «σκοτεινότητα» της ποίησης είναι «έκφραση υποταγής στη μεγαλειότητα του παραλόγου, τη μόνη που δίνει μαρτυρία για το παρόν του ανθρώπινου».

Η ομιλία του Τσέλαν με τον τίτλο «Μεσημβρινός» είναι αφιερωμένη στον Γκέοργκ Μπύχνερ, και ιδιαίτερα στη νουβέλα Λεντς (βλ. την έξοχη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη), γιατί αναγνωρίζει στον συγγραφέα την ίδια παθιασμένη αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων αντιλήψεων για την τέχνη της αναπαράστασης, την ίδια προσπάθεια για «μια έξοδο από το ανθρώπινο προς έναν χώρο ανοίκειο»: «όποιος περπατά με το κεφάλι έχει τον ουρανό από κάτω του σαν άβυσσο», γράφει ο Τσέλαν.

Ο Πάουλ Τσέλαν, προσπαθώντας να εκφράσει το ανέκφραστο, απομακρύνθηκε από τις παραδεδομένες τεχνικές και είπε «όχι στην καθαρή ποίηση, που συλλαμβάνει το ποίημα ως μουσική των λέξεων· όχι σε κάποια ποίηση διάθεσης που υφαίνεται από ηχοχρώματα· όχι στο ποίημα ως αποτέλεσμα νεολογισμών, λεκτικών συναιρέσεων, λεκτικών διασπάσεων, λογοπαιγνίων· όχι σε κάποια νέα εκφραστική τέχνη». Γι΄ αυτόν, αντίθετα, το ποίημα είναι «μποτίλια στο πέλαγος» ενός ναυαγημένου, που προσπαθεί να φέρει στον σημερινό άνθρωπο την ακυρωμένη φωνή των νεκρών. Τα κείμενα του βιβλίου, με την πυκνή, αινιγματική γραφή τους, δεν φωτίζουν απλά το έργο του Τσέλαν αλλά προεκτείνουν την ποίησή του, υφασμένα από το ίδιο υλικό της, την αναζήτηση της αλήθειας στον δρόμο της μνήμης, του πένθους και του θανάτου, έναν δρόμο που για τον Τσέλαν είναι διπλής κατεύθυνσης, ίσως με μόνο προορισμό τον «Μεσημβρινό», το σημείο ένωσης των δύο πόλων, τον ελεύθερο και ανοιχτό χώρο της ποίησης, «κάτι άυλο σαν τη γλώσσα κι ωστόσο γήινο», κάτι πλανητικό και οικουμενικό όσο και ουτοπικό.

Ρaul Celan

Ο ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΠΕΖΑ

ΜΤΦ. ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΓΚΡΙΩΤΗΣ, ΕΚΔ.

ΑΓΡΑ, 2006, ΣΕΛ. 196,

ΤΙΜΗ: 14 #