Την Ελλάδα διακρίνει μια θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη των 25. Διαθέτει το μικρότερο ποσοστό (μόνο 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος) ως συμβολή του πολιτισμού στην εθνική οικονομία, έναντι 3,4% της Γαλλίας ή 2,3% της Ισπανίας. Κι απ΄ αυτό μόλις το 0,3% προέρχεται από εθνικούς πόρους. Παρ΄ όλα αυτά, ο πολιτισμός δίνει δουλειά. Είμαστε στην ένατη θέση από πλευράς απασχόλησης στον πολιτισμό (με 97.000 άτομα, από τα οποία το 44% έχει τριτοβάθμια εκπαίδευση). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το μερίδιο του πολιτισμού στην ευρωπαϊκή οικονομία αντιπροσωπεύει πάνω από 5.800.000

εργαζομένους και δίνει το 2,6% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με 654 δισ. ευρώ από πωλήσεις (πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών) το 2003, όταν ο τομέας τρόφιμα- ποτά προσέφερε το 1,9% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και η αυτοκινητοβιομηχανία 271 εκατ. ευρώ. Τα στοιχεία της μεγάλης οικονομικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασε χθες η καθηγήτρια Ελένη Λουρή- Δενδρινού, διευθύντρια του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, σε συζήτηση που προκάλεσε το υπουργείο Πολιτισμού με εκπροσώπους φορέων για τα οικονομικά του πολιτισμού.

Η συζήτηση ανέδειξε ένα κύριο πρόβλημα: Επενδύσεις στον πολιτισμό γίνονται, αλλά συνήθως δεν λαμβάνεται υπόψη το κόστος συντήρησης και η βιωσιμότητά τους ή η επάνδρωσή τους με κατάλληλο προσωπικό. Τα έργα γίνονται χωρίς οικονομοτεχνικές μελέτες και το πρόβλημα της παρακολούθησης της εκτέλεσής τους κάνει διστακτικούς τους μεγάλους ιδιωτικούς φορείς, όπως τα πολιτιστικά ιδρύματα των τραπεζών, να τα αναλάβουν. Μόνο η Εθνική Τ ράπεζα διαθέτει ετησίως το 1,5% των καθαρών κερδών της (10-12 εκατ. ευρώ) σε χορηγίες.

Στην Ελλάδα, χώρα πολιτιστικού τουρισμού, το 70% των 650 κρατικών και ιδιωτικών μουσείων δεν βγάζουν τα έξοδά τους, σημείωσε ο πρόεδρος του Ταμείου Απαλλοτριώσεων και Αρχαιολογικών Πόρων, Κυριάκος Ρερές. Όπως υπογράμμισε, παρά την ανάκαμψη του αριθμού των επισκεπτών τα τελευταία χρόνια, υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στους 1.700.000

επισκέπτες της Ακρόπολης το 1980 και τους 1.000.000 σημερινούς επισκέπτες . Όσο για τα πωλητέα εκμαγεία, παράγονται μόνον 250 αντίγραφα αρχαίων, η είσπραξη των 350.000 ευρώ ετησίως μετά βίας καλύπτει τα υλικά (270.000 ευρώ), ενώ το κράτος επιδοτεί την αγορά με 2 εκατ. ευρώ για μισθοδοσία του προσωπικού.