Είχε το «άγγιγμα», έλεγαν για την τέχνη του ζωγράφου και σκηνογράφου Βασίλη Φωτόπουλου, που πέθανε στα 73 του
«Αποχώρησε» ήσυχα από τη ζωή, χθες το μεσημέρι, ο Βασίλης Φωτόπουλος, σκηνογράφος, ζωγράφος, σημαντική φυσιογνωμία του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή αναγνώριση (είχε κερδίσει το Όσκαρ σε ηλικία μόλις 30 ετών , για τη δουλειά του στον «Αλέξη Ζορμπά»).

Έπειτα από δύο χρόνια ταλαιπωρίας και καθήλωσης στο κρεβάτι, η κουρασμένη του καρδιά σταμάτησε. Πέθανε στο σπίτι- ατελιέ, όπου είχε εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια, για να είναι δίπλα στον αδελφό του Διονύση.

Η κηδεία του γίνεται σήμερα στο Νεκροταφείο Παιανίας. Στον τόπο που είχε επιλέξει στα ώριμα χρόνια της ζωής του να ζήσει, σε ένα κτήμα πνιγμένο στα οπωροφόρα, με παγώνια να βολτάρουν στην αυλή και μέσα στο σπίτι, εκεί όπου ζωγράφιζε όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το θέατρο και τον κινηματογράφο και να επιστρέψει στη γενέθλια τέχνη του, τη ζωγραφική.

Ξεχωριστό πλάσμα, με το «άγγιγμα» της τέχνης, ήταν ταυτόχρονα κι ένας άνθρωπος σπάνιας γοητείας και μεγάλης γενναιοδωρίας. Τώρα που ο θάνατος όλα τα αλέθει και η εργοβιογραφία του είναι αυτή που κάνει τον απολογισμό, ο Βασίλης Φωτόπουλος περνάει δικαίως στην ιστορία και τη χορεία των μεγάλων.

Πνεύμα ανήσυχο και αδέσμευτο, δεν άφησε τις επιτυχίες να τον οδηγήσουν, αλλά πήγε ο ίδιος τη ζωή του όπου εύρισκε χαρά και ενδιαφέρον. Δοξασμένος και «χορτασμένος» όσο ελάχιστοι, όταν οι μεγάλες πόρτες άνοιγαν διάπλατα στο ταλέντο του, εκείνος επέστρεφε στον εαυτό του.

Έχτιζε μοναστήρια, έφτιαχνε βυζαντινά άμφια

Ο Βασίλης Φωτόπουλος κηδεύεται σήμερα στο Κ οιμητήριο Παιανίας

σε μακέτες, λευκώματα, διάβαζε, ζωγράφιζε, ζούσε ποιητικά.

«Γεννήθηκα στην Καλαμάτα το 1934. Ο πατέρας μου, ένας άντρας σιωπηλός κι απόμακρος, λάτρευε τη μάνα μου, όμορφη και ζωντανή γυναίκα. Αυτόν τον έλεγαν Δημήτρη, εκείνη Αγγελική. Μ΄ αγαπούσανε κι ό,τι η εποχή νόμιζε σωστό για την ανατροφή ενός παιδιού το΄ χα. Γιατί μικρός ήμουνα φιλάσθενος, δεν μ΄ έστελναν σχολείο. Είχα δάσκαλο στο σπίτι. Τον Παπαδόπουλο, τον αδελφό της Τιμοκλείας. Αυτός πρόσεξε πως ασταμάτητα μουτζούρωνα τα πάντα κι έπεισε τον πατέρα μου να μου πάρει δάσκαλο ζωγραφικής, το Βαγγέλη το Δράκο».

Σε αυτό το απλό ύφος συνεχίζει τη διήγηση της προσωπικής του περιπέτειας, στο μοναδικό αυτοβιογραφικό του σημείωμα, το οποίο έγραψε με αφορμή μια έκθεση έργων του. Αυτοδημιούργητος, φοίτησε στο δικό του «σχολείο», αφετηρία για τις σκηνικές του εμπνεύσεις, που ήταν η εκκλησία, τα άμφια, η λειτουργία.

Η πρώτη επαγγελματική του συνεργασία ήταν με τη Λυρική Σκηνή, όπου σε διάστημα ενός έτους (1958-1959) έκανε σκηνικά και κοστούμια για επτά όπερες.

Παρά τη μεγάλη επιτυχία, αποφάσισε να σταματήσει για να κάνει ένα εκπαιδευτικό οδοιπορικό στα μεγάλα θέατρα της Ευρώπης (Λονδίνο, Μόναχο, Μιλάνο, Ζάλτσμπουργκ), ερχόμενος σε επαφή με διαφορετικές οπτικές. Σημαντικές συνεργασίες

Επιστρέφοντας στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μάνο Κατράκη, τον Νίκο Κούρκουλο, την Έλλη Λαμπέτη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη κ.ά.

Η δεκαετία του ΄60 είναι γεμάτη με όλα τα είδη του θεάτρου και σημαντικές συνεργασίες, όπως αυτή με τον Ελία Καζάν για την ταινία «Αμέρικα Αμέρικα» και με τον Κακογιάννη για τον θρυλικό «Ζορμπά» (1964), όπου έστησε το παραμυθένιο σκηνικό της Μαντάμ Ορτάνς, κερδίζοντας το Όσκαρ σκηνικών και κοστουμιών (η μακέτα του ακόμα διδάσκεται στις αμερικανικές σχολές σκηνογραφίας). Στην Αμερική παρέμεινε εννέα χρόνια (1965-1974).

Ένας οδυνηρός κόσμος στον καμβά


Έκανε σκηνικά και κοστούμια σε θεατρικές παραστάσεις, συνεργάστηκε με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα στην ανεξάρτητη ταινία «Υou are the big boy now» και γύρισε τη δική του ταινία «Ορέστης» με σκηνογράφο τον Διονύση Φωτόπουλο. Με το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες Ζυλ Ντασσέν, Αλέξη Μινωτή, Μάνο Κατράκη, Μίνω Βολανάκη, Αλέξη Σολομό, Γιώργο Μιχαηλίδη, Κώστα Μπάκα κ.ά. σε όλα τα είδη του θεάτρου. Ώς το 1987, οπότε εγκατέλειψε οριστικά τη σκηνογραφία για τη ζωγραφική. Στους πίνακές του αποτυπώνει έναν οδυνηρό κόσμο με φιγούρες απροστάτευτες, γυμνές , που ασφυκτιούν στο κάδρο, παρά τις ανεπαίσθητες , χιουμοριστικές πινελιές.