(ο αρθρογράφος θυμάται τους στίχους μετάνοιας του Δ. Σαββόπουλου που δεν πήγε φαντάρος)

Δεν είναι εδώ ο χώρος για να κριθεί η διαδρομή ενός ποιητή- μουσικού που τον αγαπάμε κι όταν μας φέρνει σε αμηχανία ή και μας θυμώνει, το βάρος πάντως της ευθείας δήλωσής του («σαφώς τους εξαπάτησα») αποδεικνύεται ακόμα μεγαλύτερο αν συσχετιστεί με την ελαφρότητα που επιδεικνύουν εσχάτως όσοι σκαρφίζονται αναδρομικώς διάφορες «αντιστασιακές» και «αντιεξουσιαστικές» δικαιολογίες για να αποφύγουν να πούνε το απλό: σε καιρούς που ήταν κάπως της μόδας το «τρελόχαρτο» ή όποιο άλλο απαλλακτικό εφεύρημα (ιδίως στους κύκλους όσων υπέθεταν ότι κάτι τέτοιο δεν θα εμπόδιζε την καριέρα τους), προτίμησαν το στρίβειν διά του παριστάνειν. Μια τέτοια επιλογή, που θεμελιωνόταν συνήθως στο ναρκισσιστικό δόγμα «σιγά μην πάω, κορόιδο είμαι;» και όχι σε τίποτε βαριές αντιμιλιταριστικές φιλοσοφίες, είναι αδιανόητο και ανήθικο να παρουσιάζεται τώρα υποκριτικά σαν «άρνηση συνειδήσεως». «Αρνητές συνειδήσεως» υπήρξαν όσοι αποδέχτηκαν και πλήρωσαν το κόστος της επιλογής τους, όσοι σύρθηκαν στα δικαστήρια σαν «εθνοπροδότες» ή, από κάποια στιγμή κι έπειτα, υπηρέτησαν διπλάσιο χρόνο. Οι υπόλοιποι, που ήταν σκέτοι λουφαδόροι, πώς αντέχουν και, εις διπλούν υποκριτές, δίνουν τώρα και μαθήματα πατριωτισμού; «Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαν ως εδώ, ας πούνε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό», για να ξαναθυμηθούμε τον Σαββόπουλο.

(«Η Καθημερινή»)