Γνώρισα αρκετούς σημερινούς δασκάλους. Με τρία παιδιά που τέλειωσαν το

Δημοτικό είχα αρκετά αντιπροσωπευτικό δείγμα πιστεύω, και κάθε φορά, ένας

ένας, μία μία μάλλον, γυναίκες ήταν οι πιο πολλές, με εντυπωσίαζαν. Κάθε φορά

θαύμαζα την υπομονή τους με τα πιτσιρίκια, την αισιοδοξία τους, την πίστη ότι

επιτελούν έργο σημαντικό, την επινοητικότητα και τον προβληματισμό τους για το

πώς μπορούν να είναι αποτελεσματικές-οί με τα παιδιά, να τους μεταδώσουν

γνώσεις. Ξέροντας πάντα πόσο λίγα λεφτά παίρνουν δεν παρέλειψα ποτέ να δείξω

τον σεβασμό μου για τη δουλειά τους, δεν ξέρω αν κατάφερα να τον μεταδώσω κι

εγώ. Είναι δουλειά δύσκολη, αφάνταστα απαιτητική, που δεν αναγνωρίζεται πια

όπως της αξίζει. Ακόμα και οι γονείς με ευκολία κριτικάρουν και απορρίπτουν,

ενώ κάποτε ένιωθαν σεβασμό για δασκάλους που είχαν το δικαίωμα να ρίχνουν και

σφαλιάρες, και το ασκούσαν. Είναι δουλειά που δεν πληρώνεται, ούτως ή άλλως.

Το υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να παραδεχτεί αυτό το απλό πράγμα κατ’ αρχήν,

κι ύστερα να συνεχίσει τη συζήτηση. Οι δάσκαλοι έπρεπε να παίρνουν τα τριπλά ή

τα δεκαπλά, είναι πιο σημαντικοί από τους όλους τους δημόσιους λειτουργούς.

Σίγουρα περισσότερο από τους υπουργούς. (Κι αποδεικνύονται πιο έντιμοι από

τους πανεπιστημιακούς, τουλάχιστον, γιατί απεργούν κανονικά, δεν απέχουν και

να πληρώνονται κιόλας. Αυτά περί εντιμότητας και άλλων ιδιοτήτων). Γνώρισα

δασκάλους σε σχολεία ιδιωτικά και σε σχολεία δημόσια, όλους εξίσου άξιους,

ικανούς, φιλότιμους, που δούλευαν με αυταπάρνηση. Όμως στο Δημόσιο δεν τους

βοηθούσε το σύστημα, οι λίγες διδακτικές ώρες, η μιζέρια του σχολείου, οι

οικονομίες που τους ανάγκαζε να κάνουν. Ήταν εξίσου καλοί, μερικοί ήταν

καλύτεροι. Αλλά το σύστημα της ελάχιστης δυνατής δαπάνης και προσφοράς, το

σύστημα του Δημοσίου, τους ακύρωνε και τους ακυρώνει.