Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, νιώθω σκουριασμένη! Σαν τον αθλητή που τον ρίχνουνε

στην κούρσα χωρίς προθέρμανση! Τι γράφω; Τι επιλέγω; Πώς πέρασα ΕΓΩ το καλοκαίρι;

ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, τι άγχος είναι αυτό που με πιάνει κάθε χρόνο, στο πρώτο

κείμενο, μετά την άδειά μου; Δηλαδή, τρελά πράγματα! Τι διάολο! Να είσαι τόσα

χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά και να σου κόβονται τα πόδια;

Κι όμως! Μου κόβονται τα πόδια! Παθαίνω τρακ, στεγνώνει το στόμα μου. Κάθε

χρόνο, τέτοια μέρα – πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη – νιώθω σκουριασμένη. Σαν

τον αθλητή που τον ρίχνουν στην κούρσα χωρίς προθέρμανση!

Δεν ξέρω, τι είναι τώρα αυτή η αηδία! Αυτή η κράμπα στον εγκέφαλο! Μια βδομάδα

πριν, το στομάχι μου γίνεται κόμπος ναυτικός: Τι θέμα θα διαλέξω; Τι θα

σκεφτώ; Τι θα γράψω; Πώς θα το γράψω; Θα είναι καλό; Θα βγει πατάτα; Όταν το

διαβάσω το Σάββατο – θα την πάρω τη χαρά; Ή θα μου τραβήξω μια μούντζα επικών

διαστάσεων;

Τι σκατά, ποτέ δεν αποβάλλεται αυτή η ανασφάλεια; Τόσον καιρό πριν, βράζω στο

ζουμί μου. Τα θέματα σουλατσάρουν στο μυαλό με ταχύτητα φωτός. Φλας που

αναβοσβήνουν μέσα στη νύχτα. Τα μεγάλα και τα μικρά. Τα σημαντικά και τα

ασήμαντα. Τα καθημερινά και τα παγκόσμια. Τα ταχείας και βραδείας καύσεως.

Όπως η ζωή μας. Όλα ανάκατα, όλα μαλλιά – κουβάρια. Η καθημερινότητα,

βομβαρδισμένη πόλη. Ο αχταρμάς του μέγιστου και του ελάσσονος!

Το θες, καρδιά μου, το παράδειγμα; Κάθεσαι εσύ τώρα μπροστά στην τηλεόραση και

βλέπεις τον πόλεμο στον Λίβανο. Και να οι πρόσφυγες, να οι βόμβες, να οι

δηλώσεις, η Χεζμπολάχ, ο Κόφι, ο Μπους κι η Κοντολίζα. Τα βλέπεις. Τα ρουφάς!

Νιώθεις – ψυχή τε και σώματι – δοσμένος σε αυτή τη μάταιη κτηνωδία.

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, κάνεις μια έτσι με τον αγκώνα σου. Τραβάς τη σκουντιά στο

τραπεζάκι – πάρτο κάτω το βάζο. Γεμίζει ο τόπος αυτά τα μικρά – μικρά

γυαλάκια. Αυτά τα τσουρούτικα, τα απειροελάχιστα. Τα σιχαμένα κι ελεεινά. Που

μια ώρα τα μαζεύεις και τα μισά πάλι στο πάτωμα μένουν. Μένουν. Και

περιμένουν. Πότε θα πατήσεις ξυπόλητος για να μπηχτούν στην πατούσα σου. Τα

ύπουλα. Τα τσογλάνια. Οι φονιάδες οι μπασμένοι.

Και σε ερωτώ: Τι κάνεις στην προκειμένη; Εξακολουθείς να βλέπεις τον Ναζράλα,

ή την πέφτεις κατευθείαν στο βάζο; Εμμένεις στο θεμελιώδες, ή το προσπερνάς

για το γελοίο; Και ποιος νικάει, στην τελική; Ο Ναζράλα ή το βάζο;

Σαν γυαλάκια στα γυμνά μας πέλματα, καρφώνονται οι μικρές και οι μεγάλες

αλήθειες. Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας – ένα σπασμένο γυαλί! Μας ματώνει!

Μας πονάει! Κι – ακόμα χειρότερα – μας ξεφτιλίζει! Γιατί καλοί και άγιοι

είμαστε όλοι, στη θεωρία. Άψογοι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα…

Ιδεολογίες παλαιάς κοπής. Ευαισθησίες εκ του ασφαλούς. Συνειδήσεις εξ

αποστάσεως. Με κούριερ, ένα πράμα: Οι καημένοι οι πρόσφυγες του πολέμου! Οι

καημένες οι γριούλες του γηροκομείου! Τα καημένα τα θύματα του τσουνάμι! Ο

καημένος – η καημένη – το καημένο – όπα!

ΟΠΑ, ΟΠΑ, ΜΙΣΟ! Τι παρανυχίδα είναι αυτή; Πω ρε, κοίτα την άτιμη πώς

μπήκε στο κρέας και πονάει! Ο υδραυλικός θα έρθει σήμερα ή αύριο; (Ναζράλα;).

Άραγε, εκείνη η φούστα η ωραιότατη μού μπαίνει και φέτος ή τσίμπησα κάνα δυο

κιλά; (Χίθροου;). Σινεμά; Τι παίζει; Ε, όχι ρε παιδιά! Όχι και Μάικλ Ντάγκλας.

Είπαμε, θερινό, δεν έχουμε και πολλές απαιτήσεις – αλλά όλα έχουν κι ένα όριο!

(Βέροια;). Τι θα φάμε σήμερα; Γαύρο ή μακαρόνια. Ο Παύλος δεν τρώει γαύρο, η

Σύλβα μακαρόνια. Ξέμεινε καμιά μερίδα γεμιστά; Ντομάτα αποκλείεται! Μια

πιπεριά έστω! Τις πιπεριές όλοι τις μαγειρεύουμε και κανένας δεν τις τρώει!

(Τυφώνας;).

Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, νιώθω σκουριασμένη! Σαν τον αθλητή που τον ρίχνουνε

στην κούρσα χωρίς προθέρμανση! Τι γράφω; Τι επιλέγω;

Πώς πέρασα ΕΓΩ το καλοκαίρι; Ή πώς πέρασε ο πλανήτης Γη το καλοκαίρι;