Σε ένα απέραντο εργαστήριο Χημείας έχει μετατραπεί το ελληνικό τραπέζι. Μια

ματιά στις ετικέτες των τροφίμων αρκεί για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι

ακόμα και η γεύση και το χρώμα τους είναι «τεχνητές» – και πια μπορεί να βρει

κανείς μέχρι και μπιφτέκια «εμπλουτισμένα» με αρωματική ύλη… μπιφτεκιού!

Γιαούρτια με άρωμα φρούτων αντί για φρούτα. Κρασί με αμαράνθη για πιο λαμπερό

χρώμα. Μελομακάρονα με εσάνς μελιού αντί για γνήσιο μέλι. Μπισκότα με άρωμα

βουτύρου γάλακτος στη θέση του κανονικού βουτύρου. Τσιπς με γεύση μπέικον που

δεν περιέχουν μπέικον αλλά αρωματική ύλη: ο κατάλογος με τα τρόφιμα που λίγο ή

πολύ χρωστούν τη μυρωδιά και τη γεύση τους σε «αρώματα», μοιάζει ατέλειωτος.

Σύμφωνα με τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), 313 διαφορετικές χημικές

ουσίες (πρόσθετα) επιτρέπεται να προστίθενται στα τρόφιμα. Από αυτές, οι 43

είναι χρωστικές, ενώ περισσότερες από δέκα ανήκουν στην κατηγορία των

ενισχυτικών γεύσης. Ωστόσο, υπάρχουν και δεκάδες αρωματικές ύλες (αρώματα ή

εσάνς) που πωλούνται σε μορφή υγρού ή πάστας, και χαρίζουν ή ενισχύουν την

γεύση πολλών τροφίμων – από τα αναψυκτικά και τα μπισκότα έως τα γαλακτοκομικά

προϊόντα και τα προϊόντα κρέατος.

Έτσι μπορεί κανείς να βρει μπισκότα με γεύση τυριού αντί για κανονικό τυρί,

βούτυρο με άρωμα βουτύρου, παγωτά με άρωμα φρούτων, πίτσες με τυρί που

περιέχει εσάνς τυριού (λ.χ. παρμεζάνας), καραμέλες με γεύση φρούτων ή βοτάνων,

ακόμα και σάλτσες με διάφορες εξωτικές γεύσεις που τις οφείλουν σε αρωματικές

ύλες.

Στα ζαχαροπλαστεία. Από την επέλαση των χημικών δεν έχουν γλιτώσει ούτε

τα ζαχαροπλαστεία, στα οποία λ.χ. οι κόκκινες επιστρώσεις για τις τούρτες που

κάποτε περιείχαν και λίγο… παντζάρι, τώρα αποτελούνται από νερό και διάφορα

E.

«Είναι πολλά τα χρώματα και οι γεύσεις που επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει

κανείς στη ζαχαροπλαστική, αλλά όσο λιγότερο τα χρησιμοποιεί, τόσο το

καλύτερο», λέει ο ζαχαροπλάτης κ. Αναστάσιος Παύλου, πρόεδρος του Σωματείου

Επαγγελματιών Ζαχαροπλαστών Αθηνών το οποίο έχει 1.500 μέλη. «Προσωπικά,

αποφεύγω να βάζω «χρώματα» για επικάλυψη στις τούρτες, διότι αποτελούνται

κυρίως από νερό αναμεμειγμένο με χημικές ουσίες. Μόνο αν ένας πελάτης θέλει

οπωσδήποτε μια τούρτα που να θυμίζει λ.χ. το χρώμα της ποδοσφαιρικής ομάδας

του, χρησιμοποιώ τέτοια υλικά».

Τα πράγματα είναι καλύτερα όσον αφορά τις γεύσεις ζαχαροπλαστικής. Ανάλογα με

το είδος μπορεί να περιέχουν από 30% έως 70% φυσικό τρόφιμο, όπως φράουλες,

κακάο ή κεράσια. Και πάλι, όμως, αρκετά περιέχουν και λίγο έξτρα «άρωμα», για

να έχουν πιο έντονη γεύση.

Οι χρωστικές και οι αρωματικές ύλες που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα κανονικά

είναι φυτικής προέλευσης (φυσικές ή συνθετικές), διότι εκ του νόμου υπάρχει

αυτός ο περιορισμός, κατά τον κ. Νικόλαο Ανδρικόπουλο, καθηγητή

Βιοχημείας-Χημείας Τροφίμων στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. «Ωστόσο, είναι

δύσκολο να ξεχωρίσεις αν κάτι είναι όντως από φυσική πηγή ή από τεχνητή»,

συμπληρώνει. «Συνεπώς, το αφήνεις στην ευσυνειδησία της βιομηχανίας και στον

έλεγχο των αρμόδιων φορέων».

«Όσο λιγότερες χημικές ουσίες περιέχει ένα τρόφιμο, τόσο το καλύτερο»,

προσθέτει ο κ. Αντώνης Καφάτος, καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής

στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Επειδή, όμως, τα περισσότερα τρόφιμα του εμπορίου

περιέχουν χημικά, προτιμότερο είναι να φτιάχνει κανείς μόνος του ό,τι μπορεί –

από το ψωμί και τη μαρμελάδα μέχρι τα ζυμαρικά και τα υγιεινά γλυκίσματα».

ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ H ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Τα πρόσθετα δοκιμάζονται σε πειραματόζωα

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, κάθε ένας από εμάς «τρώει» 5

κιλά συντηρητικά και χημικά τον χρόνο, το μεγάλο ερωτηματικό για τους

καταναλωτές είναι κατά πόσο είναι ασφαλές να χρησιμοποιούνται χρωστικές και

αρωματικές ύλες στη βιομηχανία τροφίμων.

«Πάντα υπάρχει ένας βαθμός αβεβαιότητας – όχι μόνο για τις χρωστικές και τις

αρωματικές ύλες, αλλά για όλα τα πρόσθετα», απαντά ο κ. Ανδρικόπουλος. «Και

αυτό, διότι τα πρόσθετα δοκιμάζονται σε πειραματόζωα και παίρνουν άδεια σε

ποσότητες υποπολλαπλάσιες από την ελάχιστη δόση που διαπιστώθηκε ότι είναι

ασφαλής για τα ζώα. Ωστόσο, πιθανή μελλοντική έρευνα ενδέχεται να δείξει ότι

υπάρχει κάποια παρενέργεια».