Στη φαιά ατμόσφαιρα της μνημοσύνης και την αιθάλη απ’ τα Βαβέλ πούρα των

ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών περνούν οι εξουσιαστικές καυχησιολογίες του

αμφίδρομου τραμ, δίχως τέρμα και αφετηρία. Οψέποτε εκκινούσε από την ερημική

ακτή του Περάματος, έμπλεο συγκίνησης, πάνω στις στοργικές γραμμές της

ραθυμίας, πριν οι διακορεύσεις των λοστών και της Ανασυγκρότησης ανασκάψουν

τις σιδηρένιες ράγες, τον χειροκίνητο ήχο απ’ το καμπανάκι τού μηχανοδηγού και

το γιαβάς – γιαβάς κύλισμα του συρόμενου μετάλλου. Άλλωστε, ουδείς εξ ημών

λησμονεί ότι μεταλλικής ουσίας είναι και η στέγη Καλατράβα, εξαίσιον δε

προβάλλει το σιδηρούν προσωπείον του νέου Μετρό, ενώ αντιθέτως λησμονημένη

μνήμη κείται στην ακτή του Πειραιώς ο καλπασμός της ραπτομηχανής από τις

σιδηρές οπλές του αλόγου με τον ιππεύοντα Καραϊσκάκη.

Στη σκιά του λιμναίου στεγάστρου, στα πολυτελή ταβάνια των Ολυμπιακών Σταδίων,

στην ιαχή των υγρών στίβων, στην ορχήστρα του προκάτ χλοοτάπητα, στους

ανελκυστήρες των χειμερινών κολυμβητηρίων και στις εξέδρες των θερινών

οροπεδίων έχουν αμφίδρομη αφετηρία οι καυχήσεις απόντων καταληψιών των

συγχρόνων τραμ, ενώ ξέχειλοι γλουτοί τής απραξίας στα υπουργικά φρεάτια των

λευκών ή μπλε μπλουτζίν πανταλονιών λιθοβολούν, απ’ τις φυσούνες των σταδίων,

τα σπέρματα των προπομπών, μηχανοποιών, των εργατών και εργοδηγών, των θεατών,

καθώς απ’ τα ελάσματα της γέφυρας με το εξόριστο διαβατήριο του Χαριλάου

Τρικούπη ακούγεται η ωραία μουσική της παρθενορραφής που ενώνει τους συρμούς

οστών του ηλεκτρικού δεινοσαύρου.

Εκεί που άλλοτε ηχούσαν οι φουστανελοφόρες ιαχές και έκαιαν τα νιάτα τους σε

υψικάμινο των μεταλλίων τα ανίδεα θύματα διεθνούς συναλλαγής, οδηγούνται οι

άνεργοι στο ικρίωμα της πολτοποίησης δίχως μάτια και φωνή, βαστάζοι

πλημμυροπαθείς και εξαπτέρυγα μεγαλόπρεπων φανών νεκρής πομπής.

Μέσα στο φωτεινό σαλόνι των εξεδρών του τραμ, σεμνές και ταπεινές, πολιτικές

παρθένες, με άμωμες μήτρες, άσπιλες, αμόλυντες, άφθορες, ξεκούραστες, άπραγες

κι αγνές, νωχελικά απολαμβάνουν τους ωραίους καρπούς ετοίμων γευμάτων, σείουν

στον άνεμο με το αριστερό δοξαστικές σημαίες αυτοθαυμασμού, ενώ ταυτόχρονα,

στα δεξιά, μυδραλιοβόλα ηχηρά ηχούν «απεταξάμην» το όλον έργον του εξαίσιου

γλύπτη, το περιστύλιο στο Ολυμπιακό ανάκτορο του Φοίβου και της Αθηνάς, καθώς

λεκές ξυπνά η ματιά στο σεντόνι της εκμετάλλευσης. Το κακό όνειρο, όμως,

είθισται να διαλύεται από χειρώνακτες και διοπτροφόρους στους ποδηλατικούς

αγώνες των ιπποφορβίων, όσο κι αν αλέ-ρετούρ άλογα επιβητόρων του βυθού

καλπάζουν εξουσιαστικά, από την κονιορτοβριθή πλέον στέγη, με δεξιόστροφη

καρκινική γραφή όπλου αμερικανικού. Εμείς, φυσικώ τω λόγω, ως άτακτα

διαστήματα της μουσικής, κυματίζουμε στον άνεμο την παντιέρα του «άντε γεια»,

απομακρύνοντας το πτώμα των παχέων λόγων του εορταστικού καλοκαιριού με το

στεφανηφόρο τραμ της φθινοπωρινής ταχείας του Ιδαίου Ηρακλή.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – συγγραφέας.