Στον Βασίλη Παπαβασιλείου

«Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ / και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται

λίγη απ’ την άσπρη σκόνη», είναι οι δυο τελευταίοι στίχοι ενός πολύ γνωστού

(και θαυμάσιου) ποιήματος του Νίκου Καββαδία, του γνωστού επίσης και ως

«Μαραμπού», χάρη σε ομότιτλο ποιητικό του βιβλίο. Θυμήθηκα τους στίχους

αυτούς, όπως άκουγα, πριν από μέρες, σε συζήτηση μιαν ανεπανάληπτη απάντηση

του αλησμόνητου χορογράφου και χορευτή Γιάννη Φλερύ, σε παρατήρηση φίλων του,

να μην πουλήσει το σπίτι του, προκειμένου να δώσει τα χρήματα σε πολύ φίλη και

συνεργάτιδά του, αφού η τελευταία θα «φάει» τα χρήματα στο χαρτοπαίγνιο.

Ακούσανε τον Γιάννη Φλερύ να τους λέει: «Μα αφού αυτό της αρέσει».

Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, αλλά αισθάνεται κανείς τόσο την παραδοχή – που

γίνεται με τους στίχους του Νίκου Καββαδία – ενός καταστρεπτικού πάθους όσο

και την αδιαπραγμάτευτη αγάπη, για έναν δικό του άνθρωπο, του Γιάννη Φλερύ, ως

δύο ακραία εξαιρετικές μορφές εσωτερικού πολιτισμού. Αν αυτός, ακριβώς, ο

πολιτισμός χρειάζεται να είναι ο τελικός μας στόχος, αδυνατεί να καταλάβει

κανείς τι ρόλο μπορεί να παίξει ένα υπουργείο στη δημιουργία του και στην

ενίσχυσή του. Για να υπάρξει αυτός ο πολιτισμός, χρειάζεται οι καλλιτέχνες που

τον δημιουργούν, ν’ αψηφήσουν, αν όχι να υπονομεύσουν, την «τάξη», την

«οργάνωση» και το «κύρος» που αντιλαμβάνεται ως πολιτισμό ένα υπουργείο. Προ

παντός την ταξιθέτηση και την έννοια της διάκρισης. Αν ένας καλλιτέχνης δεν

«καταστρέψει» τη ζωή του σε σχέση με τις «αξίες» αυτές, πολιτισμός δεν

δημιουργείται. Ή δημιουργείται ένας πολιτισμός «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».

Μπορεί να έχουμε άφθονα βιβλία, μεγαλειώδεις παραστάσεις, ακόμη

μεγαλειωδέστερες εκθέσεις, να μην προλαβαίνουμε να πάρουμε ανάσα στην

παρακολούθησή τους, αλλά πολιτισμό να μην έχουμε. Να είναι όλα αυτά μια

μικροαστική ή μεγαλοαστική «υστερία», που όσο διεγερτικότερες γίνονται

«καλλιτεχνικά» οι προκλήσεις τόσο περισσότερο αφιονίζεται. Φαντάζεται κανείς

πως αν η «ηθική» των στίχων του Νίκου Καββαδία και της κουβέντας του Γιάννη

Φλερύ είχαν γίνει συνείδηση, με τόση μάλιστα πλησμονή καλλιτεχνικών γεγονότων,

δεν θα είχε μειωθεί ο ανθρωποφαγικός χαρακτήρας της κοινωνίας μας; Τι να κάνει

ένα υπουργείο μέσα σε μιαν αντίστοιχη αρένα, το πολύ πολύ να μεταβληθεί σ’ ένα

«άλλοθι» για έναν πολιτισμό, που, ενώ τον στερούμαστε, φαίνεται να μας

χαρακτηρίζει καίρια. Ή, ακόμη χειρότερα, να επιδεινώσει τις συγκρούσεις μέσα

στην αρένα, καθώς το εξαγόμενό τους, του προσδίδει «λάμψη». Για έναν άνθρωπο

που βασανίζεται ενώ γράφει (κι είναι η πρώτη ύλη τού πολιτισμού) δεν πρόκειται

να ενδιαφερθεί ποτέ κανένα υπουργείο. Το υπουργείο θα ενδιαφερθεί (αν

ενδιαφερθεί) όταν θα τον έχει περιβάλει το «φωτοστέφανο», δεν θα ενδιαφερθεί

ποτέ για να «συστήσει» την οδύνη του – που είναι, ωστόσο, η προϋπόθεση για

έναν μεγάλο και πλατύ ψυχικό πολιτισμό. Όσο όμως η αστεφάνωτη αυτή οδύνη δεν

λογαριάζεται, είναι σαν να περιφρονείται η ύπαρξή της σε όσους καλλιτέχνες δεν

πρόκειται να γίνουν «γνωστοί».

Πολιτισμός σημαίνει να ομολογεί κανείς το «κουσούρι» του και να είναι

κοινωνικά αποδεκτός και να τιμάται όσο και εκείνος που το «κουσούρι» του

αναγνωρίζεται ευφήμως γιατί έχει γίνει «τέχνη». Αν ο πολιτισμός δεν εννοείται

ως καθημερινή συναναστροφή, αλλά ως μια φωταγωγημένη αίθουσα θεάτρου, διάλεξης

ή έκθεσης ζωγραφικής, τότε η τέχνη είναι προαγωγή στη βαρβαρότητα. Γιατί, όπως

λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου «τον πολιτισμό τον φτιάχνει το αίμα των ανθρώπων

κι όχι ένα υπουργείο».