Για τους ζωγράφους Γ. Μανουσάκη και B. Σεμερτζίδη, για την κορυφαία

Συλλογή Κατσίγρα και για τις σκηνογραφίες του Δ. Μυταρά. Δεν πρόκειται για

καλλιτεχνικά γεγονότα που αλλάζουν τη ροή των εξελίξεων, παρ’ όλα αυτά όμως

έχουν ξεχωριστή βαρύτητα στον εικαστικό και στον μουσειολογικό χώρο διότι

είναι εκδόσεις υψηλών προδιαγραφών που προσφέρουν πολλά στους φιλότεχνους και

στους ειδικούς μελετητές. Μαρτυρούν ταυτόχρονα το διευρυμένο ενδιαφέρον όχι

μόνο για το λεγόμενο «κεντρικό ρεύμα», αλλά και για ό,τι άλλο συμπληρώνει

επάξια το παζλ της τέχνης μας.

Ο Γιώργος Μανουσάκης (1914-2003) υπήρξε ζωγράφος της γενιάς του ’30, κορυφαίος

στην τεχνική και αφοσιωμένος σε ό,τι αγαπούσε και απεικόνιζε. Αντικρύζουμε

τώρα το έργο του ολοκληρωμένο στην εξαιρετικών προδιαγραφών έκδοση της

Εμπορικής Τράπεζας που επιμελήθηκαν επιστημονικά οι Αγγελική Κόκκου και Μυρτώ

Κουμβακάλη. H θεματολογία του τρυφερού αυτού καλλιτέχνη είναι ο αστικός

περίγυρος και η καθημερινότητα – σπίτια, αυλές, τοπία, άνθρωποι – και είναι

παράλληλη και συγγενής με αυτή των Σπ. Βασιλείου, K. Γραμματόπουλου, N.

Καραγάτση, Γ. Τσαρούχη κ.ά. Δεν έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις, ήταν από

εκείνους τους ταπεινούς της παλιάς φρουράς που του έφτανε η αγάπη και η

εκτίμηση των φιλότεχνων.

Ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) είναι ευρύτερα γνωστός για τον σοσιαλιστικό

ρεαλισμό του στα χρόνια του 1940, αλλά τα κορυφαία έργα του είναι μια

δημιουργική συνέχεια του K. Παρθένη, του δασκάλου του στην ΑΣΚΤ. Πολύ

ιδιαίτερος υπήρξε ο εικαστικός τρόπος με τον οποίο απέδιδε το τοπίο. Μια

μεγάλη σειρά έργων έμεναν ώς τώρα άγνωστα, καθώς τα φιλοτέχνησε στη Ρόδο όπου

έζησε στα τελευταία χρόνια του. Πολλά μάλιστα είναι τεράστιες τοιχογραφίες σε

ξενοδοχεία και δημόσια κτίρια. Τη μεγάλη αυτή ενότητα αντικρύζουμε τώρα με

πολύ ενδιαφέρον στην καλοτυπωμένη έκδοση που μας έρχεται από τη Ρόδο, όπου

μάλιστα έγινε και σχετική έκθεση. Εμψυχωτής της ο νομάρχης Γ. Μαχαιρίδης, στον

οποίο οφείλεται και η προ δεκαετίας ανάκαμψη της Πινακοθήκης Ρόδου (σήμερα

Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης), ενώ επιμελητές του τόμου είναι ο ζωγράφος M.

Αναστασιάδης και ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Εμμ. Μαυρομάτης.

Εκτός Αθηνών είναι το μήνυμα που καταθέτει και η επόμενη έκδοση, ο τόμος

«Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. I. Κατσίγρα» με τα έργα της

ονομαστής συλλογής που συνιστούν μια πολύ αντιπροσωπευτική εικόνα της

νεοελληνικής τέχνης γενικότερα. Το έργο του πατέρα της συνεχίζουν επάξια η

Ειρήνη Κατσίγρα και ο δήμος, ο οποίος αγκάλιασε τη συλλογή και την εγκατέστησε

σε ένα εξαίρετο κτίριο που εγκαινιάστηκε πρόπερσι. Με πανελλήνια ακτινοβολία

τώρα, το μουσείο απέκτησε τον Κατάλογο Έργων που κρατάμε, έργο μουσειολογικά

άψογο και ευχάριστο στο βλέμμα, με κείμενα των πιο ειδικών ανά ζωγράφο και

εποχή και με συντονισμό από τις επιμελήτριες Θ. Παρασκευούδη, Π. Βαλασσά και

Ειρ. Οράτη. Ας σημειωθεί ότι για ζωγράφους όπως οι Αγ. Αστεριάδης, Δ.

Γιολδάσης, K. Μαλέας και για την τοπιογραφία γενικότερα, λίγες πινακοθήκες

έχουν έργα να συγκριθούν με αυτά της Συλλογής Κατσίγρα.

Ο Δημήτρης Μυταράς βέβαια είναι από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και

μονίμως στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος. H «Σκηνογραφία της

Ζωγραφικής» όμως που μόλις λάβαμε μάς μεταφέρει σε μια ειδικότερη περιοχή και

ενδιαφέρει φιλότεχνους και θεατρόφιλους μαζί. Χωρίς να αποτελεί μια καταγραφή

της μεγάλης σκηνογραφικής προσφοράς του Μυταρά, συνιστά μια αποκάλυψη της

μορφοπλαστικής κουζίνας του: στη μια σελίδα βλέπουμε τη μακέτα ή τη φωτογραφία

από τη θεατρική παράσταση και αντικρυστά απέναντι έναν ζωγραφικό πίνακα που

έχει ανάλογη σύνθεση ή χρωματική κατανομή. Αλλού παιχνίδισμα κι αλλού

αποκάλυψη, ο οπτικός αυτός διάλογος (που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Μυταράς μαζί με

την A. Γριμάνη) δείχνει έμπρακτα πόσα έδωσε η μια τέχνη στην άλλη για τον ίδιο

αλλά και γενικότερα.

INFO

«Γιώργος Μανουσάκης», Αθήνα, Εμπορική Τράπεζα

«Βάλιας Σεμερτζίδης – Αντιπροσωπευτικά έργα», Ρόδος

«Δημήτρης Μυταράς – H Σκηνογραφία της Ζωγραφικής», Αθήνα – Βιοτέρ

«Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Κατσίγρα», Λάρισα