H αύξηση των επιτοκίων και η ενδεχόμενη πτώση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ

μπορεί να μειώσουν τις δαπάνες των καταναλωτών τόσο πολύ ώστε η οικονομία να

βυθιστεί σε ύφεση, προκαλώντας προβλήματα και σε χώρες που βασίζονται στις

εξαγωγές προς την Αμερική

Οι Αμερικανοί καταναλωτές απόλαυσαν το 2005 άλλο ένα έτος «παχειών αγελάδων»

και οι δαπάνες τους συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, αν

και αυτή συντελέστηκε με χαμηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση με το 2004. Όπως

έκαναν όλα τα τελευταία χρόνια, ξόδεψαν περισσότερα από όσα αντέχει η τσέπη

τους – συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν πολύ περισσότερο από όσο

πραγματικά μπορούσαν, καθώς η χώρα συνέχισε να δανείζεται από άλλες οικονομίες

με πυρετώδεις ρυθμούς. Ο δανεισμός αυτός ξεπέρασε τα δύο δισ. δολάρια την

ημέρα.

Πριν από ένα χρόνο οι ειδικοί υποστήριζαν ότι ο δανεισμός αυτός δεν είναι

διατηρήσιμος. Προφανώς, όπως αποδείχθηκε, ήταν διατηρήσιμος, τουλάχιστον για

ακόμη ένα χρόνο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα είναι διατηρήσιμος για πάντα.

Και όσο ο δανεισμός συνεχίζεται με αυτούς τους ρυθμούς, προκαλεί μεγάλους

κινδύνους για την αμερικανική – αλλά και την παγκόσμια – οικονομία το 2006.

H πρώτη έκπληξη

Δύο εκπλήξεις επιμήκυναν τη θετική πορεία της οικονομίας το 2005. H πρώτη ήταν

ότι αν και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) εξακολούθησε να ανεβάζει τα

επιτόκια βραχυχρόνιου δανεισμού, αυτό δεν προκάλεσε αύξηση των επιτοκίων

μακροπρόθεσμου δανεισμού και οι τιμές των ακινήτων εξακολούθησαν να

ανεβαίνουν. Βέβαια, αυτό ήταν σημαντικό για να διατηρηθεί η παγκόσμια

ανάπτυξη, καθώς έγινε το εξής: H μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου τροφοδοτήθηκε

τα τελευταία χρόνια από την αγορά ακινήτων, καθώς οι δανειολήπτες προχωρούσαν

σε αναχρηματοδότηση των δανείων τους με καλύτερους όρους, ξοδεύοντας τα

περισσευούμενα κεφάλαια από την αναχρηματοδότηση αυτή για κατανάλωση.

Παράλληλα, οι υψηλές τιμές στην αγορά ακινήτων οδήγησαν σε έκρηξη της

ανοικοδόμησης.

Αυτό, όμως, δεν φαίνεται πιθανό να συνεχιστεί για πολύ. Τα επιτόκια

μακροπρόθεσμου δανεισμού κάποια στιγμή θα αρχίσουν να ανεβαίνουν – μάλλον από

του χρόνου. Αν επαληθευτεί η πρόβλεψη αυτή, οι Αμερικανοί θα πρέπει να

ξοδεύουν περισσότερα για να εξυπηρετούν τα χρέη τους και, άρα, θα μένουν

λιγότερα να ξοδεύουν για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες. Επιπλέον, οι τιμές

των ακινήτων πιθανότατα θα σταματήσουν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς –

ίσως, μάλιστα, και να μειωθούν. Έτσι, οι αναχρηματοδοτήσεις των δανείων θα

φρενάρουν και οι Αμερικανοί δεν θα μπορούν πια να χρησιμοποιούν την αγορά

ακινήτων για να τροφοδοτούν τον καταναλωτικό τους πυρετό. Σε κάθε περίπτωση, η

συνολική ζήτηση θα μειωθεί και οι εταιρείες θα πάψουν να επενδύουν κεφάλαια,

όπως παραδοσιακά κάνουν όταν μειώνεται η κατανάλωση.

H δεύτερη έκπληξη

Δεν είναι αυτός ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι προοπτικές της αμερικανικής

και της παγκόσμιας οικονομίας είναι δυσοίωνες φέτος. H δεύτερη έκπληξη το 2005

ήταν ότι, ενώ οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από όσο

αναμενόταν, η επίδραση που είχε αυτό στην οικονομία, ήταν περιορισμένη. Για

παράδειγμα, οι δαπάνες των ΗΠΑ για εισαγωγές πετρελαίου αυξήθηκαν κατά περίπου

50 δισ. δολάρια ετησίως – χρήματα τα οποία θα ξοδεύονταν για την αγορά

προϊόντων που κατασκευάζονται στην Αμερική.

Κατά τη διάρκεια του 2005, οι Αμερικανοί συμπεριφέρθηκαν σαν να μην πίστευαν

ότι οι τιμές του πετρελαίου θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα· και αυτό δεν

είναι τόσο παράδοξο όσο, ίσως, φαίνεται: Οικονομετρικές μελέτες δείχνουν ότι

απαιτούνται ένα-δύο χρόνια για να γίνει απολύτως κατανοητή η επίδραση από την

αύξηση τιμών του πετρελαίου.

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου αναμένεται να πλήξουν συνολικά την οικονομία,

αν και σε πολλές περιπτώσεις οι προοπτικές ανάπτυξης είναι καλύτερες από αυτές

των ΗΠΑ. H ανάπτυξη της Κίνας εξακολουθεί να εκπλήσσει τον κόσμο, καθώς νέα

στοιχεία δείχνουν ότι το ΑΕΠ της είναι 20% μεγαλύτερο από όσο αρχικά

υπολογιζόταν. Επιπλέον, η ανάπτυξη της Κίνας αντικατοπτρίζεται και στην

ευρύτερη περιοχή της Ασίας, περιλαμβάνοντας και την Ιαπωνία.

Το πείσμα της EKT

Στην Ευρώπη, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι συγκεχυμένα, καθώς η EKT με

τρόπο παράλογα πεισματικό αυξάνει τα επιτόκια κι ας χρειάζεται η ευρωπαϊκή

οικονομία μεγαλύτερη βοήθεια για να αναπτυχθεί περισσότερο. Και σαν να μην

έφτανε αυτό, η νέα γερμανική κυβέρνηση ετοιμάζεται να αυξήσει τη φορολογία.

Ο μεγάλος κίνδυνος το 2006 είναι ότι οι ζυμώσεις των προβλημάτων στις ΗΠΑ θα

επηρεάσουν όλο τον κόσμο: Οι ξένοι επενδυτές που θα συνειδητοποιήσουν το

τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα, το συνεχώς αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα και

την υπερχρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών, μπορεί να πανικοβληθούν και να

πάρουν τα χρήματά τους από τις ΗΠΑ. Μπορεί, επίσης, η αύξηση των επιτοκίων και

η ενδεχόμενη πτώση στην αγορά ακινήτων να μειώσει τις δαπάνες των καταναλωτών

τόσο πολύ, ώστε η οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση προκαλώντας προβλήματα και σε

εξαγωγείς διαφόρων χωρών που βασίζονται στις ΗΠΑ για τις πωλήσεις τους.

Ό,τι από τα προαναφερόμενα και να γίνει, η αμερικανική κυβέρνηση, η οποία

εκτός των άλλων θα έχει και το ζήτημα των μεγάλων ελλειμμάτων, μπορεί να μην

έχει την ευχέρεια να ακολουθήσει την πρέπουσα νομισματική πολιτική για να

αντιμετωπίσει την κατάσταση. Το πιθανότερο, όμως, είναι, ότι το 2006 η

οικονομία θα «ασθενήσει». H δύναμη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία δεν

είναι ακόμη τόσο μεγάλη ώστε να μπορεί να αντισταθμίσει προβλήματα που θα

εμφανισθούν σε άλλες οικονομίες. Πιθανότατα η Αμερική θα καταφέρει και φέτος

να ξεπεράσει τα εμπόδια – συγκεντρώνοντας, όμως, περισσότερα χρέη που πρέπει

να πληρωθούν στο μέλλον.

Αβεβαιότητα

Εν ολίγοις, το 2006 θα σημαδευτεί από συνεχώς αυξανόμενη αβεβαιότητα για τις

προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, παρά το γεγονός ότι μπορεί από

τώρα να προβλεφθεί ποιοι θα απολαύσουν τους καρπούς αυτής της ανάπτυξης.

Τουλάχιστον στην Αμερική, το 2006 αναμένεται ότι θα είναι ακόμη μία χρονιά

στασιμότητας των πραγματικών μισθών ή και επιδείνωσης του επιπέδου διαβίωσης

της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, και σε άλλες οικονομίες του πλανήτη, φέτος το χάσμα

μεταξύ πλουσίων και φτωχών πιθανότατα θα διευρυνθεί.

Project Syndicate, Ιανουάριος 2006

O Joseph Stiglitz είναι Καθηγητής Οικονομικών στο αμερικανικό

Πανεπιστήμιο Κολούμπια, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του

προέδρου Κλίντον, πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ