Την ώρα που οι πολιτικοί μιλούν – αλληλοκατηγορούμενοι – για οικονομικές

δυσκολίες και ελλείμματα, οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις καλούν σε

καταναλωτικό ξεφάντωμα. Στο κέντρο της πρωτεύουσας και στα προάστια αυξάνονται

τα φανταχτερά κτίρια όπου μπορεί ο καθένας να πάει και να ξεχαστεί. Είδη

πολυτελείας, εξειδικευμένες υπηρεσίες, προσφορές.

Υπόσχονται στον δυσαρεστημένο πολίτη πως θα τον μεταφέρουν από τον χώρο της

δημόσιας σύγχυσης σ’ ένα μέρος ιδιωτικό και ασφαλές, προστατευμένο με μονωτικά

υλικά. Εκεί η μουσική υπόκρουση θα είναι τόσο ξέγνοιαστη όσο χαλαρωτικό θα

είναι το μασάζ ή μια βουτιά στην πισίνα. Πέφτετε στο νερό και ξεπλένεστε από

τη βρώμα του κοινού βίου. Είσαστε πάλι φρέσκοι, σχεδόν ανύποπτοι, όπως ήσασταν

προτού ξεσπάσουν τα αλλεπάλληλα οικονομικά σκάνδαλα, προτού αρχίσουν οι

περίοπτοι φύλακες των δημοσίων ταμείων να μοιάζουν με λωποδύτες.

Οι εταιρείες χλευάζουν την πολιτική. Έχει καταντήσει τόσο αναξιόπιστη,

διαδίδουν, ώστε το να εξακολουθεί κάποιος να ενδιαφέρεται για το ποιος κλέβει

λιγότερο ή περισσότερο είναι ανακύκλωση της μιζέριας. Δεν βγαίνει άκρη ποτέ

και όσοι επιμένουν να τη βρουν είναι πια ανίκανοι να δουν οτιδήποτε άλλο

παραπέρα. Και αυτό που θα ‘πρεπε να δουν είναι το πόσο πλούσιο και ελκυστικό

είναι το σκηνικό που φτιάχνουν τα αντικείμενα. Διάφανες, αστραφτερές βιτρίνες

κατά μήκος των λεωφόρων. Τις κοιτά ο περαστικός και οφείλει να παραδεχτεί πως

εδώ δεν του κρύβουν τίποτε. Αυτό ακριβώς λένε και οι επιχειρήσεις. Πως δεν

κλέβουν στα κρυφά, όπως στα υπουργεία, πως δείχνουν το εμπόρευμα με όλες τις

χάρες του, που βέβαια κόστισαν αρκετά για να φανούν. Όταν πληρώνει ο αγοραστής

για να τις απολαύσει, ξέρει τι παίρνει. H πολυτέλεια έρχεται λοιπόν για να

εξυγιάνει την κοινωνία, δρα καθαρκτικά, δείχνει πως αυτή τουλάχιστον είναι

αυθεντική.

Απέναντι σ’ αυτόν τον πονηρό ισχυρισμό η αντίδραση είναι γνωστή. Όποιοι

μπορούν, αγοράζουν αυτό που νομίζουν ότι τους λείπει και το φοράνε, το πίνουν,

το μασουλάνε. Σε λίγο θα το φτύσουν βρίσκοντας πως έχει πάψει να είναι νόστιμο

και απογοητευμένοι θα αναζητήσουν άλλα προϊόντα. Περίπτωση να εγκαταλείψουν

την αναζήτηση αυτή δεν υπάρχει. Είναι γιατί είμαστε τόσο εθισμένοι στην

κατανάλωση, όπως λέγεται; Όμως μια συνήθεια ενδέχεται να είναι ισχυρή επειδή

θέλει να θεραπεύσει μιαν άλλη. Και στην Ελλάδα η συνήθεια να ρίχνεται ο

καθένας με τα μούτρα σε ό,τι γυαλίζει, διατηρείται για να ανακουφίζει από τις

πολλές μουτζούρες που έχουν συνηθίσει να βλέπουν τα μάτια, από τα λάθη, τις

πληγές, τις αιμάτινες κηλίδες. Αγοράζουμε όμορφα πράγματα για να μη μας

αγοράζουν άσχημοι άνθρωποι.

Οι μνήμες βαραίνουν πολύ και το σπορ τού να κινείσαι σε μια κυλιόμενη σκάλα

στο πολυκατάστημα προσφέρει κάποιο ξαλάφρωμα. Καθώς ο ιμάντας σε ανεβάζει

στους ορόφους, μένουν εκεί κάτω όσα δεν έγιναν σωστά και στην ώρα τους. Τα

ζητήματα που χρονίζουν, οι ανοιχτοί λογαριασμοί με τις κυβερνήσεις, τα

δικαστήρια, τις εφορίες, την αστυνομία.

Πρόκειται για φυγή προς την ψευδαίσθηση; Όχι εντελώς. Και αυτό είναι το

παράδοξο. Στον ελληνικό καταναλωτισμό θα βρούμε και την αυταπάτη και την

εγρήγορση. Από τη μια έχουμε παθητική σχέση με τα εμπορεύματα. Είναι αδύνατον

να τα αποχωριστούμε, ούτε καν να τιμωρήσουμε εκείνους που εκμεταλλεύονται την

εξάρτησή μας απ’ αυτά. Γι’ αυτό και βρίσκουν πολύ μικρή απήχηση τα συνθήματα

του τύπου: «Να ορίσουμε μια μέρα δίχως ψώνια» ή «Μια βδομάδα χωρίς τηλεόραση»

που σε άλλες χώρες, π.χ. στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, βρίσκουν κάμποσους αποδέκτες,

νεαρής κυρίως ηλικίας. Αυτές οι ακτιβιστικές εκκλήσεις για αποχή ηχούν στην

Ελλάδα υπερβολικά απαιτητικές. Είναι σαν να ζητούν το σχεδόν ανέφικτο. Πώς θα

μπορούσε να γίνει υποφερτή η αποχή; Μοιάζει με εξορία από τα πράγματα, με

προσωρινή δίαιτα που υπάρχει κίνδυνος να κόψει την όρεξη για το καθετί.

Όπως συμβαίνει και στις εκλογές, όπου η αποχή στη χώρα μας είναι ακόμη μικρή,

έτσι και στην αγορά είναι έντονη η διάθεση να παραμένει κανείς εκεί που

παίζεται το παιχνίδι. Άλλοι πουλούν και άλλοι αγοράζουν και την ίδια στιγμή οι

μεν ζυγίζουν τους δε, μετράνε το περιθώριο μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να

συνυπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα. Γενικευμένο αυτό λέγεται αίσθηση της

πολιτικής. Καμουφλαρισμένο μέσα στην αγορά επιζεί το ερώτημα που αφορά τα

κοινά, το πώς κατανέμεται ο πλούτος, το πώς μπορεί να μειωθεί η αδικία. Αυτή η

ανησυχία, η έγνοια για το όλον κάνει τον αντι-καταναλωτικό ακτιβισμό να

φαίνεται πολύ αποσπασματικός. Στα μάτια του ανθρώπου που πηγαίνει για ψώνια,

αλλά που εξακολουθεί να πιστεύει πως μπορεί να κρίνει τους πάντες και τα

πάντα, η πρόταση να κάνει μποϊκοτάζ στους εμπόρους εμφανίζεται μάταιη ή

γραφική. Φυσικά, ίσως αποδειχθεί πως αυτό είναι ένα πρόσχημα για να καλυφθεί η

αδράνεια.

Μέχρι σήμερα πάντως ο καταναλωτής στη χώρα μας φιλοδοξεί να είναι παρών σε

ό,τι άλλο, λιγότερο απτό, συμβαίνει γύρω του. Πιάνει με τα χέρια ένα πράγμα

αλλά δεν παύει να σκέπτεται και εκείνα που δεν πιάνονται παρά μόνο με τη μύτη.

Υποψιάζεται, συζητά. Κάθε φορά που ψωνίζει, ξεπροβάλλει από το πορτοφόλι του

και η ψήφος. Βρίσκεται πάντα εκεί και περιμένει την ώρα της.

Για πόσο καιρό ακόμη; Δεν θα έρθει η κούραση; Μερικοί αυτό πιστεύουν, πως

σύντομα τα κεφάλια θα γείρουν και θα κολλήσουν στον τεράστιο ζελέ της

απάθειας. Θα είναι τότε που τα δελτία ειδήσεων θα αναγγείλουν την οριστική

πτώχευση των κομμάτων. Τότε θα αφήσει τη διευθυντική πολυθρόνα του ο μάνατζερ.

Θα σηκωθεί αργά και αφού τρίψει λίγο τα χέρια του θα αναλάβει τη διακυβέρνηση

της ασυμμάζευτης χώρας.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών.