«Δεν αντέχω άλλο την ανεργία. Έρχονται ημέρες που στην τσέπη μου δεν

υπάρχει ούτε ένα ευρώ. Περπατώ χιλιόμετρα ολόκληρα μόνο και μόνο για να μην

πάρω το λεωφορείο, αφού τα χρήματα δεν μου φτάνουν ούτε για εισιτήρια». Ο

23χρονος Πάνος Κατσίγιαννης, κάτοικος Καλλιθέας, προσπαθεί εδώ και πέντε μήνες

να βρει δουλειά. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα ο συνομήλικός του Νικήτας

Χατζηπαναγιώτου, ελεύθερος επαγγελματίας, προγραμματίζει για το τριήμερο της

25ης Μαρτίου να ενοικιάσει μαζί με τους φίλους του ιστιοπλοϊκό σκάφος. Το

κόστος κατ’ άτομο θα φτάσει τα 600 ευρώ.

Το ετήσιο εισόδημα του Πάνου Κατσίγιαννη το 2004 ήταν μικρότερο από 4.800

ευρώ, ποσό που η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία έχει ορίσει ως «όριο της

φτώχειας». Περίπου οι δύο στους δέκα Έλληνες βρίσκονται στο όριο αυτό και

αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές οικονομικές τους υποχρεώσεις. Το

ανησυχητικό ωστόσο είναι ότι κάθε χρόνο προστίθενται ολοένα και περισσότεροι

πολίτες στη ζώνη φτώχειας. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε καν

σε αυτές της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, η αυξητική τάση δεν είναι τόσο έντονη.

H ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι ο ρυθμός αύξησης όσων βρίσκονται κάτω

από τα όρια της φτώχειας είναι διπλάσιος στη χώρα μας από τον κοινοτικό μέσο

όρο. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους βρίσκονται ελάχιστα πάνω από τα όρια αυτά.

Έτσι, ενώ το 2001 είχαν αυξηθεί κατά 100.000 οι πολίτες που βρίσκονταν κάτω

από αυτό το όριο, πέρσι ο αντίστοιχος αριθμός πολιτών ήταν 250.000 – κυρίως

συνταξιούχοι και άνεργοι νέοι. Το 2005, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις,

οι νεόπτωχοι στη χώρα μας θα αυξηθούν κατά 320.000. «Εάν δεν ήταν τόσο ισχυροί

οι δεσμοί στην ελληνική οικογένεια, τα περισσότερα από αυτά τα άτομα θα

βρίσκονταν στον δρόμο, ανήμπορα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους»,

επισημαίνει η κοινωνική ανθρωπολόγος κ. Γιούλη Μπαγιετάκου.


Οι στατιστικές. Ωστόσο οι Ευρωπαίοι στατιστικολόγοι στέκονται με

ενδιαφέρον μπροστά και στα στοιχεία από τη χώρα μας που αφορούν τους…

πλουσίους, οι οποίοι χρόνο με τον χρόνο επίσης αυξάνονται! Ποσοστό 4,7% όσων

κατέθεσαν φορολογική δήλωση είχαν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο των 100.000 ευρώ

(στοιχεία Στατιστικής Υπηρεσίας 2004). Πέρσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 3,9% –

ενώ το 2000 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 2,7%. «Στη χώρα μας ουσιαστικά

συνυπάρχουν δύο διαφορετικοί κόσμοι, απόλυτα ξένοι μεταξύ τους», λέει στα

«NEA» ο οικονομολόγος κ. Παναγιώτης Λιγνός. «Στη μια πλευρά βρίσκεται ο κόσμος

της ανεργίας, της ανέχειας, των λαϊκών αγορών και καταναλωτικών δανείων με τις

απλήρωτες δόσεις. Στην άλλη ο κόσμος των πολυτελών ξενοδοχείων, των συχνών

ταξιδιών στα πέρατα της Γης και των επώνυμων ρούχων». Είναι ενδεικτικό οτι

μέσα στο 2004 το 10% των αυτοκινήτων που πωλήθηκαν ήταν ακριβά τζιπ 4X4. Οι

πωλήσεις τους μάλιστα διπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2003. Στο ίδιο διάστημα οι

τράπεζες προχώρησαν σε κατάσχέση 35.000 αυτοκινήτων επειδή οι αγοραστές τους

δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις δόσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου

Κοινωνικών Ερευνών, «το εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 7

φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20%».



400.000 ΠΟΛΙΤΕΣ

Δεν πήγαν στον γιατρό γιατί δεν είχαν λεφτά…

Τις δύο όψεις της ελληνικής κοινωνίας αποτυπώνει πρόσφατη έρευνα του EKKE

(«Φτώχεια, αποκλεισμός και κοινωνική ανισότητα»). Σύμφωνα με αυτήν, τα φτωχά

νοικοκυριά έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μία εβδομάδα διακοπές μόνο σε ποσοστό

20,7%. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα «μη φτωχά» είναι 56,6%. Το 40,10% των

«φτωχών νοικοκυριών» δηλώνει ότι δεν έχει τα απαραίτητα χρήματα για

ικανοποιητική θέρμανση στο σπίτι. Στο άλλο άκρο, το 86% των μη φτωχών

νοικοκυριών δηλώνει ότι μπορεί άνετα να πληρώνει, όσο… ακριβό και αν είναι

το πετρέλαιο.

Τα φτωχά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν δυσκολίες ακόμα και όταν πρέπει να

αντιμετωπίσουν πρόβλημα υγείας. H ίδια έρευνα δείχνει ότι 400.000 πολίτες με

οικονομικά προβλήματα δήλωσαν ότι ενώ υπήρχε ανάγκη για μία τουλάχιστον

επίσκεψη σε γιατρό, αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Άλλη έρευνα – της Εθνικής

Σχολής Δημόσιας Υγείας – δείχνει ότι πολίτες με υψηλά εισοδήματα πηγαίνουν πιο

συχνά στον οδοντίατρο. Το 18,2% δηλώνει ότι έχει άνετα τη δυνατότητα να κάνει

μια επίσκεψη στον οδοντίατρο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των πολιτών με χαμηλά

εισοδήματα είναι 10,2%. Ανισότητα προκύπτει και από τη συχνότητα εισαγωγής των

πολιτών σε δημόσια νοσοκομεία. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 2,4% των Ελλήνων

με υψηλά εισοδήματα επισκέπτεται τα δημόσια νοσοκομεία – προφανώς προτιμούν τα

ιδιωτικά θεραπευτήρια. Όσον αφορά τη διασκέδαση, οι φτωχοί βγαίνουν συχνότερα

για καφέ και σινεμά ενώ οι πλούσιοι συχνάζουν στα νυχτερινά κέντρα, στο

θέατρο, στα ακριβά εστιατόρια και ταξιδεύουν τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο

στο εξωτερικό – με αεροπλάνο φυσικά.

Καθρέφτης οι κάρτες

Με πιστωτικές κάρτες πληρώνουν τα είδη πρώτης ανάγκης όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα

Οι πιστωτικές κάρτες αποτυπώνουν το χάσμα στην ελληνική κοινωνία. Όσοι έχουν

χαμηλά εισοδήματα (από 3.000 έως 10.000 ευρώ) χρησιμοποιούν σε ποσοστό 34% τις

κάρτες τους – σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Αντίθετα,

απ’ όσους διαθέτουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 ευρώ, μόνο το 4% τις

χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές του. Όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα δανείζονται

πολύ πιο εύκολα από τις τράπεζες και πληρώνουν με μεγάλη δυσκολία τις δόσεις

τους. Από τους «κακοπληρωτές», το 87% διαθέτει ατομικό εισόδημα μικρότερο των

15.000 ευρώ. Το 35% όσων διαθέτουν χαμηλό εισόδημα έχει περισσότερα από ένα

τραπεζικά δάνεια.



TA ΔΥΟ AKPA

– Ψάχνουν στα σκουπίδια των λαϊκών αγορών

– Πληρώνουν 1.000 ευρώ για βόλτα με ελικόπτερο

Οι δύο όψεις της ελληνικής κοινωνίας δεν μοιάζουν σε τίποτα. «Κάθε χρόνο που

περνάει τα οικονομικά μου χειροτερεύουν και η ζωή γίνεται πιο δύσκολη», λέει

στα «NEA» η συνταξιούχος κ. Αικατερίνη Σαρρή. «Περπατάω από το σπίτι μου στο

Παναθηναϊκό Στάδιο έως τη Λεωφόρο Υμηττού, όπου βρίσκεται ένα σούπερ μάρκετ

που πουλάει προϊόντα σε χαμηλές τιμές». «Πιστεύω ότι τα πράγματα για την

οικονομία δεν είναι τόσο τραγικά. Αντίθετα, χρόνο με τον χρόνο γίνονται

καλύτερα», επισημαίνει από τη δική του πλευρά ο κ. Πάνος Σταμπόλας, ιδιωτικός

υπάλληλος.

H συνταξιούχος κ. Μαρία Θεοδώρου επισημαίνει ότι η οικογένειά της είναι πολύ

πιο «στριμωγμένη» οικονομικά σε σχέση με το παρελθόν. «Προσπαθούμε να

εξοικονομούμε χρήματα από παντού», συμπληρώνει. «Οι καταναλωτές – μια μερίδα

τους τουλάχιστον – όχι μόνο αγοράζουν τα φθηνά προϊόντα αλλά τα πληρώνουν (σε

ποσοστό 63%) με πιστωτική κάρτα. Είναι καθημερινό το φαινόμενο να μας δίνουν

οι πελάτες κάρτες οι οποίες δεν έχουν επαρκές υπόλοιπο, να χρειάζεται να

τηλεφωνούμε στις τράπεζες και να δημιουργούνται ουρές στα ταμεία μας»,

επισημαίνει η κ. Γεωργία Τσιμικλή, ταμίας σε σούπερ μάρκετ του Παλαιού

Φαλήρου.

Στις λαϊκές αγορές μάλιστα έχει εμφανιστεί και ένα νέο φαινόμενο. Την ώρα που

οι έμποροι μαζεύουν τους πάγκους, υπάρχουν πολίτες που ψάχνουν στα σκουπίδια

για να βρουν πεταμένα φρούτα και λαχανικά. Τα χρήματα δεν τους φτάνουν ούτε

για τις βασικές αγορές τους. Την ίδια ώρα «χρυσές δουλειές» κάνει η εταιρεία

ενοικίασης ελικοπτέρων που δραστηριοποιείται εδώ και τρεις μήνες στην Αθήνα:

1.522 πελάτες έχουν απολαύσει μέχρι τώρα μια βόλτα πάνω από το Λεκανοπέδιο. Το

κόστος για πτήση μίας ώρας είναι 1.000 ευρώ.

Στα σούπερ μάρκετ. Τα στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Σούπερ Μάρκετ

Ελλάδας (ΣΕΣΜΕ) είναι ενδεικτικά της αντίθεσης: τα «first price», όπως

ονομάζονται τα πιο φθηνά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, κερδίζουν όλο και

περισσότερο έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών, γι’ αυτό και όλες οι

μεγάλες αλυσίδες εμπλουτίζουν συνεχώς την γκάμα τους με νέα είδη. Από το

σύνολο των προϊόντων που πούλησαν το τελευταίο έτος οι τέσσερις μεγαλύτερες

αλυσίδες, το 36% ήταν «προϊόντα ταμπέλας». Πέρσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν

27%. Οι κωδικοί των προϊόντων αυτού του είδους είναι φέτος κατά 700

περισσότεροι. Μεγάλες αλυσίδες αλλάζουν τη στρατηγική και τη φιλοσοφία τους

και στις διαφημίσεις τους προτάσσουν τις χαμηλές τιμές και όχι την ποικιλία

των προϊόντων. Οι ίδιες ωστόσο διαφημίζουν και τη νέα «εκλεκτή ποιότητα από

χαβιάρι Βόρειας Ρωσίας». Τα πανάκριβα προϊόντα delicatessen αυξάνουν συνεχώς

το μερίδιό τους στην πίτα των προϊόντων. Ο σολομός, τα ακριβά τυριά, το

χαβιάρι, ο φασιανός, τα κρέατα καγκουρό, κροκόδειλου και ελαφιού κερδίζουν

έδαφος στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, αφού αποτελούν το 4,1% των

προϊόντων που αγόρασαν. Το αντίστοιχο ποσοστό του έτους 2002 ήταν 3,8%.