Πίσω από το γκισέ μού μιλά θυμωμένη, με επιπλήττει. Δεν τα έγραψα καλά, δεν τα

διατύπωσα σωστά, της έρχεται να βάλει τις φωνές. Στάσου, θέλω να της πω, μη

σουφρώνεις έτσι τα μούτρα, εσύ δεν ήσουν που έπινες κρασί εχτές από το

πλαστικό μπουκάλι πάνω στη βουνοπλαγιά και μετά παραπατούσες, όταν

προσπαθούσες να κρατήσεις τον χαρταετό κεφάλι; Το μπλουτζίν μονάχα σε κρατούσε

όρθια. Πώς μεταμορφώθηκες έτσι σήμερα, μέσα σε λίγες ώρες; Φώναζες τις

λεξούλες σου μέσα σε γάργαρα γέλια, σαν πουλάκια που τιτίβιζαν ήταν, και

πετούσαν κι έφευγαν για τα κλαριά των πεύκων, πώς γίνεται και βγάζεις τώρα

αυτήν την απόχρωση τη στριγκή; Και να ήσουν η μόνη, να το αντέξω. Αυτός όλος ο

βλοσυρός λαός, που σπρώχνεται και σπρώχνει, δεν ήταν που είχε χαλαρώσει στα

γρασίδια και δοκίμαζε τις ταραμοσαλάτες; Πώς ξεδιπλώθηκε σε σχήματα

διαφορετικά η διάταξη των μελών του; Τα ξέχασες όλα; Εκείνος ο χαρταετός σε

σχήμα μπλε πεταλούδας που κρατούσες, πέταξε τελικά ή όχι; Και πώς δεν πήρε

μαζί του το αρνητικό φορτίο σου, να ξημερώσεις κεφάτη, όπως λένε οι φιλοσοφίες

της μόδας; Κάθαρση, άκουσα, είναι ο χαρταετός. Όλα κάθαρση τα βαφτίζουν, για

να γλιτώσουν το καθάρισμα. Πώς την άλλη ημέρα, λοιπόν, τέτοιες τσαντίλες;

Μήπως ήταν απλώς ένα παιχνίδι αεροναυπηγικής, που σου θύμισε όχι μόνο το βάρος

του ανθρώπινου σώματος που πάντα το εμποδίζει να πετάξει, αλλά και πόσο λίγες

εφαρμογές των επιστημονικών επιτευγμάτων μπορείς να κάνεις μέσα στις γιορτές

του χρόνου, πόσο λίγες επαφές με την τέχνη μπορείς να εξασφαλίσεις; Κήρυξε

ξανά ανακωχή την Κυριακή, πήγαινε να τον ξαναπετάξεις…