Ο καμικάζι μπήκε στο πάρκινγκ της ιδιωτικής εταιρείας στη Βαγδάτη, στα μέσα

του απογεύματος. Οι λίγοι που είδαν από κοντά τον χλωμό άνδρα και επέζησαν

τελικά της επίθεσης αυτοκτονίας τον περιέγραψαν ως κοκκινομάλλη, με μακριά

γενειάδα.

Καμικάζι: άνθρωποι που ονειρεύτηκαν τον Παράδεισο και νομίζουν ότι είναι ήδη νεκροί

«Ρώτησε μερικούς από τους ανθρώπους που ήταν στην πύλη εάν θα μπορούσαν να

μετακινήσουν τα αυτοκίνητά τους ώστε να μπορέσει και εκείνος να παρκάρει»,

λέει ο Αμπού Άλι. «Ήταν πολύ ευγενικός. Οδηγούσε ένα Καπρίς. Τότε ο κόσμος

πρόσεξε ότι παρκάριζε με έναν τρόπο που δεν θα του επέτρεπε να φύγει μετά». H

ανάμνηση που όλοι είχαν από τον καμικάζι ήταν ότι ο γενειοφόρος άνδρας άκουγε

μουσική και κορανικές προσευχές στο κασετόφωνό του. «Κατά μία έννοια»,

σχολιάζει ο Αμπού Άλι, «ήταν ήδη νεκρός».

H Βαγδάτη είναι σήμερα ένα μέρος χωρίς ονόματα. Ο Αμπού Άλι, ο «πατέρας του

Άλι», πράγματι έχει έναν γιο που ονομάζεται Άλι, αλλά την ώρα που νευρικά

ανακατεύει τον καπουτσίνο του με παρακαλεί ξανά και ξανά να βγάλω το επώνυμό

του από την ατζέντα μου. Κάθε φορά που συναντάω τον Αμπού Άλι έχει επιβιώσει

μίας ακόμα καταστροφής. Πέρυσι ήταν η απαγωγή και η απελευθέρωση του Άλι.

Τώρα, έχει γλιτώσει τον δικό του θάνατο, αλλά ο τραυματισμός του σε αυτήν την

επίθεση αυτοκτονίας τού στοίχισε πέντε εβδομάδες δύσκολης ανάρρωσης στο

Νοσοκομείο Γιάρμουκ. Ακόμα και η αραβική εταιρεία για την οποία εργάζεται

πρέπει να παραμείνει ανώνυμη. Το κτίριο του γραφείου όπου εργαζόταν ο Αμπού

Άλι ήταν πλάι στον δρόμο. Μετά ήρθε ο βομβιστής. Ο Αμπού Άλι μιλάει γρήγορα,

ανήσυχα, θέλοντας να θυμηθεί κάθε λεπτομέρεια της επίθεσης, ώστε να ξαναζήσει

το θαύμα της δικής του επιβίωσης.

Ήταν προγραμματισμένη, λοιπόν, μια συνάντηση όλων των στελεχών της εταιρείας

νωρίς εκείνο το απόγευμα – μήπως το ήξερε αυτό ο βομβιστής; – αλλά ο Αμπού Άλι

αποφάσισε να πάει στο σπίτι του νωρίς. «Έφυγα από την πίσω πόρτα, μέσα απ’ την

κουζίνα, όπου βρήκα τις μαγείρισσες Ουμ Γκασάν και Ουμ Μπασέμ. H εταιρεία τις

είχε απολύσει πριν από λίγες εβδομάδες και εγώ είχα μεσολαβήσει ώστε να

ξαναπροσληφθούν στις δουλειές τους. Ήταν ευγνώμονες σε μένα. Προσέφερα να τις

γυρίσω σπίτι με το αυτοκίνητό του. H Ουμ Γκασάν μού είπε: «Προσευχόμαστε

συνέχεια να σας προστατεύει ο Θεός».

Οι γυναίκες αποδέχθηκαν την πρόσκληση του Αμπού Άλι και τον συνόδευσαν μέχρι

το αυτοκίνητό του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Αμπού Άλι θυμήθηκε πως είχε

αφήσει τον φορητό υπολογιστή του στο γραφείο του. Οπότε άφησε τις δύο γυναίκες

δίπλα στο αυτοκίνητό του και τους είπε ότι επιστρέφει αμέσως. Τη στιγμή που ο

Αμπού Άλι έφυγε από το αυτοκίνητο, κατευθυνόμενος προς το γραφείο του, μπήκε

στο πάρκινγκ της εταιρείας ο κοκκινομάλλης καμικάζι.

«Είχα μόλις μπει μέσα στο κτίριο του γραφείου όταν πάνω στο κεφάλι μου έπεσαν

μεγάλα κομμάτια τσιμέντου – μάλλον από την οροφή. Το κτίριο με προστάτευσε.

Μόλις κατάφερα να σηκωθώ από το πάτωμα, άρχισα να τρέχω να βγω στον δρόμο.

Εκεί είδα το αυτοκίνητό μου να φλέγεται. Δίπλα του, άλλα 28 αυτοκίνητα

φλέγονταν. Ο Άλι, ο φύλακάς μας, ο καημένος είχε εξαφανιστεί. Δεν είναι σωστό

να πω ότι σκοτώθηκε: έπαψε ξαφνικά να υπάρχει. Δεν έμεινε ούτε κομματάκι του.

Εξαερώθηκε».

Κομματάκια. Δεν συνέβη το ίδιο με την Ουμ Γκασάν και την Ουμ Μπασέν.

«Σκοτώθηκαν αμέσως και βρήκαμε διάφορα κομματάκια τους. Αλλά δεν μπορούσαμε να

βρούμε τα κεφάλια τους. Δύο ημέρες αργότερα, βρήκαμε τα κεφάλια τους στην

οροφή του κτιρίου. Χωρίς να είμαι θρησκόληπτος, σκέφτομαι τη θυσία τους.

Σκοτώθηκαν για μένα; Έτσι θα πρέπει να δω τη θυσία τους. Δεν είμαι άνθρωπος

της θρησκείας, αλλά τώρα μάλλον έχω αρχίσει να σκέφτομαι περισσότερο για τον

θεό και το νόημα των πραγμάτων».