H ανάγκη να υπάρχουν ειδικές πολιτικές (ενεργητικές και παθητικές) για την

αύξηση της απασχόλησης, εκτός από τη σύνδεσή τους με την οικονομική,

επενδυτική και βιομηχανική πολιτική, προκύπτει από το γεγονός ότι η αγορά

εργασίας δεν προσαρμόζεται αυτόματα στις ανάγκες των διαδικασιών μεγέθυνσης

και αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Έτσι, η σύζευξη προσφοράς και ζήτησης

εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ικανοποιητικό τρόπο, παρά από τη

στιγμή που ειδικές πολιτικές απασχόλησης φροντίζουν να υπάρχει η προσφορά, η

οποία ανταποκρίνεται στη ζήτηση που διαμορφώνει η δυναμική της οικονομικής

ανάπτυξης. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί η αναγκαιότητα του

στρατηγικού προσανατολισμού των πολιτικών αύξησης της απασχόλησης και

καταπολέμησης της ανεργίας, προς την κατεύθυνση των πτυχών της προσφοράς

(γνώση, ικανότητες, εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού) και της ζήτησης

εργασίας (βιομηχανική κλαδική πολιτική, επενδύσεις, ολοκληρωμένα συμπλέγματα

δραστηριοτήτων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, νέες θέσεις εργασίας,

ποιότητα εργασιακών σχέσεων, χρόνος εργασίας, κ.λπ.).

H παρατήρηση αυτή σημαίνει τη μετακίνηση του κέντρου βάρους των πολιτικών

απασχόλησης, από το μικροοικονομικό και προς το μακροοικονομικό και

αναπτυξιακό επίπεδο. Διαφορετικά, ο μονομερής προσανατολισμός των πολιτικών

απασχόλησης προς το μικροοικονομικό επίπεδο, με την έννοια των παρεμβάσεων

στην αγορά εργασίας, κατά κύριο λόγο, με προγράμματα (ενεργητικές πολιτικές)

επιδοτούμενων με διάφορες μορφές θέσεων εργασίας, επαγγελματικής κατάρτισης

κ.λπ. θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της «παθητικοποίησης» και στην

ελαχιστοποίηση των αποτελεσμάτων των ασκούμενων ενεργητικών πολιτικών

απασχόλησης.

Όμως, ένας τέτοιος προσανατολισμός συνδέεται περισσότερο με μια ορισμένη

ερμηνεία των αιτιών της ανεργίας, η οποία τα αποδίδει σχεδόν αποκλειστικά στην

πλευρά της προσφοράς εργασίας (προβλήματα του εργατικού δυναμικού,

«δυσκαμψίες» της αγοράς εργασίας κ.λπ.) και όχι στην πλευρά της ζήτησης

εργασίας (εκσυγχρονισμός επιχειρήσεων, ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων, έρευνα,

τεχνολογία, καινοτομία, νέες θέσεις εργασίας, ποιότητα εργασιακών σχέσεων

κ.λπ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, αξίζει να σημειωθούν τα αποτελέσματα του Νόμου

2874/2000, ο οποίος εφαρμόστηκε από 1/1/2001 μέχρι 31/12/2003 και απέβλεπε στη

μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στη συμβολή της στην αύξηση της

απασχόλησης στη χώρα μας.

Πράγματι, η σχετική διάταξη προέβλεπε τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών του

κλάδου σύνταξης από 13,33% σε 11,33% και αφορούσε σε όλους τους μισθωτούς στον

ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο αμείβονταν

με μηνιαίο μισθό μέχρι 600 ευρώ. Από την επεξεργασία και ανάλυση των σχετικών

στατιστικών στοιχείων της έρευνας εργατικού δυναμικού της Εθνικής Στατιστικής

Υπηρεσίας (B’ τρίμηνο 2000 σε σχέση με B’ τρίμηνο 2003), προκύπτει ότι την

περίοδο αυτή αυξήθηκε η απασχόληση της ανειδίκευτης εργασίας κατά 50.092 άτομα

(24%) Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Παράλληλα, την ίδια περίοδο

διαπιστώνεται η αύξηση της ειδικευμένης απασχόλησης κατά 137.455 άτομα (6,8%).

Οι εξελίξεις αυτές σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα προσέφυγαν, ώς

έναν βαθμό, στην αξιοποίηση αυτού του μέτρου, δεδομένου ότι κατά τη

συγκεκριμένη περίοδο 2000 – 2003, το 27% της αύξησης των μισθωτών του

ιδιωτικού τομέα της οικονομίας αφορούσε σε ανειδίκευτους εργαζομένους, οι

οποίοι αμείβονταν με μηνιαίο μισθό μέχρι 600 ευρώ. Κατά συνέπεια,

αποδεικνύεται ότι η ουσιαστική μείωση του υψηλού επιπέδου ανεργίας (11,2%,

523.843 άτομα από τα οποία το 50% είναι Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και το άλλο

50% είναι Πρωτοβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, A’ τρίμηνο 2004) στην

Ελλάδα, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τη

χρηματοδότηση της οποίας αναλαμβάνει προς το IKA ο κρατικός προϋπολογισμός, ή

με την παροχή άλλων επιδοματικών μορφών προώθησης της απασχόλησης.

Αντίθετα, απαιτεί τη διαμόρφωση μιας δυναμικής μακροοικονομικής, επενδυτικής

και αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς και μιας πολιτικής απασχόλησης για την

ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της αγοράς εργασίας, με βάση τα νέα

δεδομένα και τις νέες εξελίξεις, στις οποίες απαιτείται να προσαρμοσθεί η

ζήτηση εργατικού δυναμικού (επιχειρήσεις) με τη μετάβαση της παραγωγικής τους

διαδικασίας από την ποσότητα στην ποιότητα, προκειμένου η ελληνική οικονομία

και το εργατικό της δυναμικό να ανταποκριθεί δυναμικά και ποιοτικά στις

καινοτόμους, τεχνολογικές και ανταγωνιστικές προκλήσεις της ευρωπαϊκής και

διεθνούς οικονομίας. Έτσι, αποδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο ότι θα είναι

αναποτελεσματικό και ελλειμματικό για την ελληνική οικονομία το να

αναπαράγεται στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον με όρους ποσότητας και χαμηλού

κόστους εργασίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και

επιστημονικός διευθυντής του INE/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ