Ο Γιον Φόσε, ο οποίος παρακολουθεί τα παγκόσμια ρεύματα του θεάτρου, πιστεύει

πως «η εποχή του σκηνοθέτη πέρασε και τώρα άρχισε η επιστροφή στο έργο»

Ο διάσημος Νορβηγός συγγραφέας Γιον Φόσε, 45 χρόνων σήμερα, είναι ένα από τα

κεντρικά πρόσωπα της παγκόσμιας θεατρικής κοινότητας. Τα έργα του παίζονται σε

όλον τον κόσμο, από την Τεχεράνη έως το Τόκιο και από την Αθήνα μέχρι το

Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο.

«Αισθάνομαι πολύ Νορβηγός συγγραφέας. Δεν ήταν στις προθέσεις μου να γίνω

διεθνής. Απλώς συνέβη. Τα έργα μου ταξίδεψαν πολύ, γιατί υπάρχουν κάποιοι

ενθουσιώδεις θαυμαστές που τα μεταφράζουν και έχουν αναλάβει τη διάδοσή τους.

Περισσότερο πολιτική διάσταση δίνω στο γεγονός ότι παίζονται – και μάλιστα με

εντυπωσιακή απήχηση – σε μια μουσουλμανική κοινωνία ή στην Ιαπωνία, παρά

διάσταση παγκοσμιοποίησής τους», λέει μιλώντας στα «NEA».

Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, όπου βρέθηκε για δύο ημέρες προκειμένου να

παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του «Τόσο όμορφα», την οποία ανέβασε ο

Γιάννης Χουβαρδάς στην κεντρική σκηνή του «Αμόρε». Κλασική φιγούρα

Σκανδιναβού, ευγενής, χωρίς παρορμήσεις και αυθορμητισμούς, ο Γιον Φόσε

ταξίδεψε από το Μπέργκεν, όπου ζει, για Αθήνα την ημέρα που έγινε το

τρομοκρατικό χτύπημα στην Ισπανία. Τον ρωτήσαμε αν η τρομοκρατία, το μεγάλο

ζήτημα του 21ου αιώνα, ενδέχεται να επηρεάσει τη δραματουργία του.

«H εξάπλωση της τρομοκρατίας και ο παγκόσμιος φόβος με απασχολούν σε προσωπικό

επίπεδο. Όχι σε επίπεδο γραφής. Αυτό το κάνουν καλύτερα οι δημοσιογράφοι, οι

αναλυτές, οι επιστήμονες. Ο κόσμος της δικής μου γραφής, όπου “κατοικώ”, είναι

μακρινός και απομονωμένος, δεν επηρεάζεται άμεσα από αυτά τα γεγονότα. H τέχνη

δεν είναι μια πραγματικότητα, είναι η κατασκευή μιας πραγματικότητας. Εξάλλου

όλα πλέον έχουν ειπωθεί. Τους τρόπους ψάχνουμε ώστε να ξαναγράψουμε για την

αγάπη».

Λίγες μόνο λέξεις χρειάζεται η δραματουργία του Γιον Φόσε, για να

υποβάλει στον θεατή με μαθηματική ψυχρότητα μια συναισθηματική αναταραχή. Σαν

μυστικιστής κινείται σε άδειους, ασυνείδητους χώρους, αφήνοντας τις παύσεις,

τις σιωπές, το υπονοούμενο να μιλήσουν για το ανείπωτο.

«Υπάρχει μια διάθεση, σαν αίτημα για κάτι, για κάτι που κι εγώ δεν ξέρω.

Αρχικά, και επί δέκα χρόνια, έγραφα ποίηση. Και όταν, στις αρχές του ’90,

έγραψα το πρώτο θεατρικό, ήθελα να δώσω μια εικόνα της ζωής, αυτή που ήθελα να

πετύχω και στην ποίησή μου. Να φτιάξω αυτό που δεν λέγεται, αλλά υπάρχει

ανάμεσά μας και ανάμεσα στις λέξεις και στις φωνές και μας κυβερνά. Και με

αυτήν την έννοια είναι μυστικιστικό, αφού αυτό που αισθάνεσαι δεν λέγεται. Ο

Σαίξπηρ έγραψε: “Πίσω από τη ζωή ζει ένα πνεύμα, που ονειρεύεται τη ζωή”. Τα

έργα μου έχουν σχέση με αυτό το όνειρο που βρίσκεται πίσω από τη ζωή και

κατευθύνει. Όχι εγώ, εσύ».

Στην παράσταση του «Αμόρε», η οποία τον ενθουσίασε, είναι σαφή τα δύο

επίπεδα. Το επιφανειακό, μιας πολύ απλής ιστορίας και, το δεύτερο, μιας

υπόγειας ζωής, ανήσυχης, αινιγματικής και εν τέλει ανέκφραστης.

«Για να φτιάξεις ένα καλό έργο χρειάζεσαι το πάνω και το κάτω. Τις βουβές

“αναταράξεις” του βυθού και την επιφάνειά τους. Αν καταφέρεις να γράψεις καλά

αυτό το δεύτερο επίπεδο, τότε “μιλάς” ουσιαστικά για όλα όσα προτίθεται να πει

το έργο. Με ενδιαφέρει και με απασχολεί αυτό το δεύτερο επίπεδο. Το γράψιμό

μου έχει ακραία ρεαλιστική μορφή στο πρώτο επίπεδο της εξωτερικής ζωής, την

οποία περιγράφω με ακρίβεια. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε γυρνάει ανάποδα και

γίνεται, στο δεύτερο επίπεδο, ένας υπερρεαλισμός που δεν μιλάει για την

εσωτερική πραγματικότητα. Ανάμεσα στο μέσα και το έξω, το πάνω και το κάτω,

βρίσκεται η “ζωή” της θεατρικής πράξης. Ένας κόσμος μεταξύ των λέξεων (του

κειμένου) και των φωνών (των ηθοποιών). Είναι το θεατρικό πλέγμα μεταξύ του

σκηνοθέτη, των ηθοποιών, των παύσεων του λόγου, του σώματος, που πρέπει να

συμπορεύονται και να εκφράζονται σε μία παράσταση».

H απλή θεματολογία παρουσιάζει ενδιαφέρον εξαιτίας της αυστηρής μινιμαλιστικής

γραφής του. Είναι το ατομικό του ιδίωμα, που τον διαφοροποιεί και αναδεικνύει

τα έργα του.

«Είναι μία οργανωμένη γραφή. Σαν να συνθέτω μουσική, όπου το κάθε

στοιχείο πρέπει να είναι το απολύτως σωστό σε σχέση με κάποιο άλλο. Έτσι, αν

αλλάξω κάτι στη σελίδα δύο, πρέπει να αλλάξω κάτι άλλο στη σελίδα 18, 25 κ.λπ.

Όλα είναι πλεγμένα μεταξύ τους σε μία πολύ αυστηρή φόρμα, ένα είδος μουσικής

φόρμας, με τους ρυθμούς της γλώσσας, των λέξεων, των μικρών και των μεγάλων

παύσεων. Από πολύ νέος μάθαινα μουσική. Μετά σταμάτησα να γράφω με νότες και

συνέχισα με τις λέξεις και τις παύσεις. Μια πολύ “κλειστή” φόρμα, αλλά πολύ

“ανοιχτή” σε εξηγήσεις. Το παράξενο είναι πως όσο πιο “κλειστή” είναι η φόρμα

τόσο πιο ελεύθερα αναπτύσσεται το θέμα».

«Κυνηγώ τις καθαρές, μαγικές στιγμές»

H Ξένια Καλογεροπούλου και η Ιωάννα Παπά σε σκηνή από την παράσταση του έργου

«Τόσο όμορφα» όπου, κατά τον συγγραφέα, το τόσο όμορφο σχεδόν σκοτώνει

Ο Γιον Φόσε, βραβευμένος με το Βραβείο Ίψεν και το «Βραβείο του Βορρά»,

Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής, ο κυριότερος σύγχρονος ριζοσπάστης

της νορβηγικής δραματουργίας, πατέρας τεσσάρων παιδιών, με δύο γάμους, δεν

κάνει οικονομία στον προφορικό του λόγο: «Ως συγγραφέας δεν έχει σημασία τι

πιστεύω. Τα λόγια τα λέει ο χαρακτήρας, όχι εγώ, που είμαι πολύ ανασφαλής.

Συχνά δεν ξέρω τι στον διάβολο λέγεται και ποιο είναι το μήνυμα. Κυνηγώ τις

στιγμές. Κάποιες καθαρές, περίεργες, μαγικές στιγμές, κάποια ξεσπάσματα

ενέργειας. Σε αυτά προσπα-θώ να εστιάσω και στα έργα μου, τα οποία δεν είναι

αυτοβιογραφικά. Έχω βέβαια και τις εμμονές μου. Κάποιος που κοιτάει έξω από

ένα παράθυρο, κάποιος κάθεται στον κήπο, κάποιος περιμένει κάτι να συμβεί».

INFO

Το έργο του Γιον Φόσε «Τόσο όμορφα» παίζεται στο θέατρο «Αμόρε»

(Πριγκιποννήσων 10, τηλ. 210-6468.009, 210-6442.869).