«Φωτο-έκπληξη» (λεπτομέρεια) από τους Ο. Ράαντ και A. Ζαάταρι (Αραβικό Ίδρυμα

για την Εικόνα, Λίβανος)

Πώς καταγράφει η τέχνη σήμερα τη σχέση της με τον άλλο, δηλαδή την

ετερότητα; Ποιες είναι οι αισθητικές ή πολιτιστικές απόψεις της; Όποιος

ενδιαφέρεται για απαντήσεις σε ερωτήματα σαν κι αυτά δεν έχει παρά να

επισκεφθεί την έκθεση «Μαρτυρίες. Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας» που

παρουσιάζει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη νέα προσωρινή του στέγη,

στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (επιμέλεια Άννα Καφέτση). Μπορεί οι ειδικοί και

σχολαστικοί επισκέπτες να συναντήσουν γνώριμα έργα και καλλιτέχνες από τις

μεγάλες διοργανώσεις που επανέφεραν το θέμα στο προσκήνιο (προπάντων η 10η και

11η Documenta του Κάσελ)· αυτό όμως που μάλλον μετράει περισσότερο είναι η

συγκεκριμένη αναπλαισίωσή τους.

Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής ότι υπάρχουν και δύο

εξαίρετες αναθέσεις «κατά παραγγελία» του Μουσείου, στη Λίνα Θεοδώρου και τον

Νίκο Χαραλαμπίδη, που διαφωτίζουν μια επιπλέον πλευρά των μεταβολών που

υφίσταται το ίδιο το σύστημα της τέχνης και τον νέο ρόλο των καλλιτεχνικών

θεσμών. Στέκομαι ιδιαίτερα στην εγκατάσταση του Νίκου Χαραλαμπίδη, ο οποίος

αντλώντας από την κυπριακή τραγωδία δημιουργεί ένα από τα σημαντικότερα έργα

της νεώτερης ελληνικής γλυπτικής γύρω από την προσωποποιημένη εμπειρία της

κατοίκησης.

Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν, δεν πρόκειται να συναντήσουμε κάποια από τις

παλαιές εκδοχές της «στρατευμένης τέχνης» ούτε το εικονοκλαστικό όργιο και τις

κραυγαλέες σημειωτικές ρήξεις των πρωτοποριών του 20ού αιώνα (με αυτές μοιάζει

να διατηρεί ανοιχτό διάλογο ο Βέλγος Γιόχαν Γκριμονπρέ). Περισσότερο λοιπόν θα

έρθουμε σε επαφή με μια υπαρξιακή αντιμετώπιση της πολιτικής τέχνης, με μια

πυκνότητα εικόνων που της δίνουν ξανά νόημα, άρα με τις πραγματικές

αντιφάσεις.

Ο Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης Ουίλιαμ Κέντριτζ δίνει έναν σωστό ορισμό: «Με

ενδιαφέρει η πολιτική τέχνη, δηλαδή η τέχνη που είναι διφορούμενη αντιθετική,

η τέχνη των ανολοκλήρωτων χειρονομιών και του αβέβαιου τέλους». Αν κατά τη

διάρκεια της νεοτερικότητας η πολιτική διάσταση ταυτίστηκε με την ηρωική

αποφασιστικότητα, σήμερα πρυτανεύει η συνθήκη της αντίφασης

γιατί το νόημα αναδύεται από την αντίθεση, την αμφιβολία και την απορία σαν

μια κατάσταση εξαίρεσης. H κρίση των πολιτικών θεωρήσεων – στην οποία

αναφέρονται πολλοί σήμερα – δεν προέρχεται μόνο από τη συρρίκνωσή τους σε

τεχνική διαχείρισης αλλά και από τη νέα συνθήκη της πλανητικής ανεδαφικότητας

που επιβάλλει η περιβόητη παγκοσμιοποίηση και την παραληρηματική διάχυση του

θεάματος.

Στο παρελθόν, είτε ως αντίδραση είτε ως επιλογή, αρκετοί καλλιτέχνες

προτίμησαν τον μοντέρνο φορμαλισμό, δίνοντας την εντύπωση ότι ήθελαν να

απωθήσουν τα πολιτικά πάθη ή μάλλον να τα αναγάγουν στο μεταφυσικό τους

επίπεδο. Πολλοί αισθάνθηκαν ότι τους παγιδεύουν στις σχηματοποιήσεις που

επιβάλλει η πολιτική, ακόμα και η ανθρωπογνωστική τοποθέτηση. H νεοτερικότητα

ενδιαφέρθηκε πράγματι περισσότερο για τον γλωσσικό αυτοπροσδιορισμό της και

την πρωτοκαθεδρία της δυτικής ματιάς, διατηρώντας ακόμη και ορισμένες

αποικιοκρατικές προκαταλήψεις. Εντούτοις, πρέπει σήμερα να παραδεχτούμε ότι ο

φορμαλισμός και η αφαίρεση – στην αρχή τουλάχιστον – άσκησαν μια απορροφητική

σαγήνη και εκδήλωσαν μια διάθεση «φιλτραρίσματος» της αγοραίας μαζικής

κοινωνίας. Στον αντίποδα, η σημερινή καταναλωτική διάδοση του μινιμαλισμού δεν

αποτελεί παρά μια από τις εκφράσεις της.

Ρεαλισμός και τοπικότητα στο προσκήνιο

Ποιο είναι λοιπόν σήμερα το προεξάρχον στοιχείο της καλλιτεχνικής

επιστροφής του πολιτικού; H λογική της τεκμηρίωσης και της μανιακής

αρχειοθέτησης του κοινωνικού και πολιτιστικού περίγυρου καθώς και ορισμένων

κρίσιμων ιστορικών στοιχείων που απώθησε η επίσημη ιστοριογραφία· το

προβάδισμα του καλλιτέχνη-ντοκουμενταρίστα. Με λίγα λόγια, η επιστροφή του

ρεαλισμού και της «αφηγηματικότητας», όπως επιμένει η Άννα Καφέτση, για την

οποία θα κυριολεκτούσαμε αν τη χαρακτηρίζαμε μεταμοντέρνα.

Σ’ όλα αυτά αξίζει να προσθέσουμε το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την τοπικότητα

και τη διαφορά, το πέρασμα από τον χρόνο στον χώρο, από την αποικιοκρατία στην

παγκοσμιοποίηση. Με τον τρόπο αυτό μια σειρά έργων τέχνης διεκδικούν να

αναχθούν σε πολιτική πλατφόρμα συζήτησης και οι καλλιτέχνες αποκτούν όλο και

πιο στενή σχέση με την εθνολογία, την πολεοδομία, την κοινωνιολογία, την

ανθρωπολογία, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τη δημοσιογραφία, τη

στατιστική, ακόμη και τη νομική επιστήμη.

H διεύρυνση του πεδίου είναι προφανής, όπως και η επαναφορά του ερωτήματος που

έθεσε ο Γερμανός στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν στη δεκαετία του 1930: «Θα ήθελα

να σας αποδείξω – έλεγε – ότι η στράτευση ενός έργου δεν μπορεί να είναι

πολιτικά σωστή, παρά αν είναι λογοτεχνικά σωστή… Προτού με ρωτήσετε ποια

είναι η θέση ενός λογοτεχνικού έργου σχετικά με τις σχέσεις παραγωγής της

εποχής, θα ήθελα να ρωτήσω: ποια είναι η θέση του μέσα σ’ αυτές τις σχέσεις;».

INFO

Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, έως 29 /2. τηλ. 210-9242.111, e-mail: protocol@emst.culture.gr

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας