Ο σφαγέας της Πελοποννήσου, Καρλ Φον Λε Σουίρ του οποίου ο προπάππους είχε

υπηρετήσει στην Ελλάδα με τα βαυαρικά στρατεύματα του Όθωνα, δεν δικάστηκε

ποτέ. Πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών

Εξήντα χρόνια μετά το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων από τα ναζιστικά στρατεύματα

κατοχής (13 Δεκεμβρίου 1943) ο Γερμανός πρόεδρος Γιοχάνες Ράου δέχεται στο

προεδρικό μέγαρο του Βερολίνου αντιπροσωπεία τής μαρτυρικής πόλης και

επαναλαμβάνει: «Εν όψει των γεγονότων που συνέβησαν στην πόλη αυτή, ως

Γερμανός μπορεί μόνο να αισθανθεί λύπη και ντροπή».

Με τις δύο αυτές λέξεις ο ύπατος πολιτειακός παράγοντας της Γερμανικής

Δημοκρατίας ζήτησε συγχώρεση για τα κακουργήματα της προηγούμενης γενιάς των

ομογενών του εις βάρος του ελληνικού λαού.

Παράλληλα, ο Γερμανός πρόεδρος και η αντιπροσωπεία των Καλαβρυτινών – μεταξύ

της οποίας και ένας επιζών της μεγάλης σφαγής – υπέδειξαν πώς η συμφιλίωση, η

διατήρηση της μνήμης και η θέληση για ειρηνική συμβίωση αποτελούν τα θεμέλια

της νέας δημοκρατικής Ευρώπης.

Τη χαρακτηριστική αυτή χρονική στιγμή ο φακός του Γερμανού ιστορικού ερευνητή

Χέρμαν Φρανκ Μάγερ διεισδύει στα ενδότερα των γερμανικών αρχείων, καταρρίπτει

μύθους, εξιχνιάζει σκοτεινά σημεία στην αιματηρή πορεία της 117ης Μεραρχίας

Καταδρομών στην Πελοπόννησο, παρακολουθεί την τύχη των υπεύθυνων αξιωματικών

της Βέρμαχτ, που έδρασαν στην Ελλάδα και συγκαταλέγονται στους 1.200

εγκληματίες πολέμου, οι περισσότεροι από τους οποίους σταδιοδρόμησαν στον

στρατό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (πρώην Δυτική Γερμανία),

διαγράφει την τραγική θέση των ταγμάτων 999, ένα σύμφυρμα στρατιωτικών

σχηματισμών από εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου, αντιναζιστές,

σοσιαλιστές, κομμουνιστές, πλαισιωμένων από φανατικούς ναζί αξιωματικούς,

στους οποίους η Βέρμαχτ επιφύλασσε τον ρόλο των εκτελεστικών αποσπασμάτων!

Σμήναρχος Δημήτρης Μίχου. Ο ηγέτης της ΕΛΑΣ Βορείου Πελοποννήσου. Από τα

βασικά στελέχη της νεοσύστατης στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων Πολεμικής

μας Αεροπορίας. Απότακτος του Κινήματος του 1935 υπό την ηγεσία του Νικόλαου

Πλαστήρα. Στις συγκρούσεις των ανταρτών του με τις δυνάμεις κατοχής, Ιταλούς

και Γερμανούς, τήρησε το διεθνές Δίκαιο. Ελευθέρωσε αιχμαλώτους με ανταλλαγή

ομήρων κρατουμένων από τους Γερμανούς

Ο Μάγερ εστιάζει το ερευνητικό του βλέμμα στη δράση της ελληνικής

Εθνικής Αντίστασης στην Πελοπόννησο, και ειδικότερα στον ΕΛΑΣ υπό την ηγεσία

του σμήναρχου Δημήτριου Μίχου, ο οποίος αν διοικούσε έναν παρτιζάνικο στρατό

εθελοντών, χωρίς την οργάνωση και τις δυνατότητες ενός τακτικού στρατού,

πάντοτε, ή σχεδόν πάντοτε, έδρασε στο πλαίσιο του σεβασμού των νόμων του

πολέμου. H βαρβαρότητα των αντιποίνων που εφάρμοσε η Βέρμαχτ κατά του άοπλου

πληθυσμού, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων εξιλέωσης, αντιστρατεύονται ακόμη και

σε αυτή την ανελέητη «λογική» των αναγκών του πολέμου!

Αναδεικνύει τη συνεργασία των ταγμάτων ασφαλείας της Πελοποννήσου και

ειδικότερα του διοικητή τους, συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγκωνα, με τα

στρατεύματα κατοχής – ο Παπαδόγκωνας διέταξε τον τυφεκισμό 100 Ελλήνων

πατριωτών, για να εκδικηθεί την εκτέλεση από την Ελληνική Αντίσταση του φίλου

του, υποστρατήγου της Βέρμαχτ, Φραντς Κρεχ, στη διάρκεια στρατιωτικών

επιχειρήσεων στη Λακωνία.

Και το κυριότερο: την αθώωση από τη γερμανική δικαιοσύνη των εγκληματιών

πολέμου, αξιωματικών της Βέρμαχτ, που έδρασαν στην Ελλάδα και ευθύνονται για

τις μαζικές εκτελέσεις αθώων πολιτών και γυναικόπαιδων, μεταξύ των οποίων το

ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, του Κομμένου, του Διστόμου, με το ανατριχιαστικό

σκεπτικό: «Τα γερμανικά στρατεύματα και επικεφαλής αξιωματικοί της Βέρμαχτ δεν

επέδειξαν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ανάρμοστη συμπεριφορά»!..

Τάγματα 999 των «εν αναστολή καταδίκων»

Τρεις Γερμανοί στρατηγοί στην Πελοπόννησο (από τα αριστερά προς τα δεξιά):

Χέλμουτ Φέλμι, Βάλτερ Κρίγκερ και Καρλ Φον Λε Σουίρ. Ο πρώτος καταδικάσθηκε ως

εγκληματίας πολέμου και μετ’ ολίγον οι Αμερικανοί τού απένειμαν χάρη. Της

ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης έτυχε και ο δεύτερος. Ο τρίτος δεν δικάστηκε

Τον ρόλο των εκτελεστών στη διάρκεια των «επιχειρήσεων εξιλέωσης» και της

επιχείρησης «Καλάβρυτα» η Βέρμαχτ είχε εξαναγκάσει να διαδραματίζουν τα

τάγματα 999 των «εν αναστολή καταδίκων», τους οποίους οι Ναζί έκριναν ως

«αμφίβολης μάχιμης αξίας», που αποτελούνταν από τους λεγόμενους «ανάξιους να

υπηρετήσουν», οι οποίοι είχαν αποκλειστεί από την υποχρέωση της «στρατιωτικής

θητείας», επειδή είχαν τιμωρηθεί στο παρελθόν με φυλάκιση, είτε τους είχαν

αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα είτε «είχαν χάσει την τιμή να υπηρετήσουν, με

απόφαση στρατοδικείου», είτε είχαν «τιμωρηθεί ποινικά για δραστηριότητες

εναντίον του κράτους».

Αυτά τα «τάγματα πειθαρχημένης διαβίωσης» είχαν στελεχωθεί από φανατικούς

εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας αξιωματικούς, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός

ανδρών των ταγμάτων 999 – κυρίως συνειδητοποιημένοι κομμουνιστές και

σοσιαλιστές – δραπέτευε και αναζητούσε σωτηρία στα βουνά. Δίπλα στους Έλληνες

πατριώτες πολέμησε με αυτοθυσία και ηρωισμό τη «φαιά πανούκλα».

Στις σφαγές της Πελοποννήσου, με κορύφωση το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, τη

διοίκηση της «σωφρονιστικής διμοιρίας» των εκτελεστών, ο διοικητής της 117

Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών, στρατηγός Φον Λε Σουίρ, είχε αναθέσει στον εξ

εφέδρων φανατικό εθνικοσοσιαλιστή Βίλιμπαλντ Ακαμπχούμπερ.

Ο Ακαμπχούμπερ, λούμπεν στοιχείο με πολυκύμαντη σταδιοδρομία, Αυστριακός την

καταγωγή, είχε διακριθεί στα πογκρόμ κατά των Εβραίων της Βιέννης. Στέλεχος

των αυστριακών SS, έλαβε μέρος στο πραξικόπημα και τη δολοφονία του

καγκελαρίου Ντόλφους. Ο Ακαμπχούμπερ, αποκαλούμενος από τους συντρόφους του

και «Αλ Καπόνε», ως διοικητής της «σωφρονιστικής διμοιρίας» και πριν μετατεθεί

τον Απρίλιο του 1943 στις δυνάμεις της Βέρμαχτ στην Πελοπόννησο, υπήρξε

συνυπεύθυνος για τις μαζικές φρικτές σφαγές που διέπραξαν οι ναζί κατά του

σερβικού λαού τον Οκτώβριο του 1941, στην περιοχή του Κραγκούγεβατς και του

Κράλιεβο.

Ο Ακαμπχούμπερ επέστρεψε το 1945 στο χωρίο του στην Αυστρία. Ουδέποτε έδωσε

λόγο στη Δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του εις βάρος του σερβικού και του

ελληνικού λαού. Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1972 σε ηλικία 67 ετών από καρκίνο

του πνεύμονα.

Ο ψυχρός πόλεμος αθωώνει τους εγκληματίες πολέμου

Μέλη μιας μονάδας 999, που είχαν αυτομολήσει στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν με

αυτοθυσία και ηρωισμό τη «φαιά πανούκλα»

H «τιμωρία» των 1.200 και πλέον Γερμανών εγκληματιών πολέμου, που έδρασαν στην

Ελλάδα την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, την επομένη της συντριβής τού Γ’

Ράιχ, αποτελεί τη μελανότερη σελίδα στην ικανοποίηση του περί Δικαίου

αισθήματος της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Οι Σύμμαχοι, αν και αναγνώρισαν ότι οι επικεφαλής της Βέρμαχτ και των SS είχαν

διαπράξει «παράνομα, εν γνώσει και οικειοθελώς, εγκλήματα πολέμου και

εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας… και υπήρξαν αυτουργοί ή συμμετείχαν στον

φόνο εκατοντάδων αμάχων στην Ελλάδα, χωρίς να υπάρξουν προηγουμένως δίκες, ενώ

χιλιάδες άμαχοι χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετα «αντάρτες», «κομμουνιστές», «ύποπτοι

κομμουνιστές», «ύποπτοι αντάρτες», βασανίστηκαν, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα

συγκέντρωσης, θανατώθηκαν… περιουσίες λεηλατήθηκαν, πόλεις και χωριά

πυρπολήθηκαν, ο δημόσιος πλούτος και οι οικονομικές υποδομές της Ελλάδος

συστηματικά καταστράφηκαν και ο άοπλος πληθυσμός καταδικάσθηκε σε θάνατο από

πείνα και στερήσεις – στοιχεία που συνιστούν γενοκτονία… », εν τούτοις και

εν όψει του Ψυχρού Πολέμου και των προσπαθειών των δυτικών κατοχικών δυνάμεων

να εντάξουν τη Δυτική Γερμανία στην αμυντική τους συμμαχία, μετρίασαν τις

ποινές των υπευθύνων στο όριο της αθώωσης, ενώ πολλοί εκ των ενόχων εντάχθηκαν

στις ένοπλες δυνάμεις της νέας Γερμανίας!

«Κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης – παρατηρεί ο Μάγερ –

καταδικάστηκαν βέβαια εκείνοι που επέτρεψαν να γίνουν οι φόνοι, αλλά εναντίον

των πραγματικών αυτουργών μόλις τη δεκαετία του ’50 άρχισαν ανακρίσεις από τις

ομοσπονδιακές εισαγγελίες. Αν και με την πάροδο του χρόνου ξεκίνησαν συνολικά

392 προανακρίσεις εις βάρος 1.269 πρώην μελών της Βέρμαχτ, των ενόπλων SS και

της αστυνομίας, με την κατηγορία εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα, μόνο μία από

αυτές κατέληξε τελικά σε δίκη… Οι Γερμανοί εισαγγελείς αποφάνθηκαν: «τα

αντίποινα δεν μπορούν να θεωρηθούν ανάρμοστα»! Και οι υποθέσεις ετέθησαν στο

αρχείο…

INFO

Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, «Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης

Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα». Μετάφραση: Γιάννης

Μυλωνόπουλος. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας». Σελ. 780.