Τον είχα δει από καιρό. Αισθανόμουν σουβλιές στο σβέρκο, γυρνούσα απότομα το

κεφάλι και τον εντόπιζα να με παρακολουθεί από απόσταση. Ήλεγχε τις κινήσεις

μου όποτε βρισκόμουν σε χώρους όπου διεξάγονταν λογοτεχνικές εκδηλώσεις.

Στεκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν του έδιναν καμία προσοχή και δεν έσκαγε

ούτε μισό χαμόγελο. Τα μαλλιά του θύμιζαν αχινό και το ανάστημά του αναβάτη

του ιπποδρόμου.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μετά την παρουσίαση ενός ιστορικού μυθιστορήματος 879

σελίδων, παρατήρησα ότι τριβόταν σαν λερό κοπρόσκυλο σε μια δημοσιογράφο και

ρώτησα έναν νεαρό ποιητή: «Ποιος είναι αυτός που ξερογλείφει τη Ζαχαριάδου;»

«Ο Μάκης Βιολάρης», απάντησε. «Τώρα κατάλαβα γιατί με κοιτάει έτσι», είπα.

Πριν δύο χρόνια με είχε πάρει τηλέφωνο για να μου ζητήσει να παρουσιάσω το

δεύτερο μυθιστόρημά του σε εκδήλωση βιβλιοπωλείου κι εγώ είχα αρνηθεί διότι

δεν μου αρέσει να διαβάζω από υποχρέωση και βαριέμαι αφόρητα να δίνω

διαλέξεις. Επιπλέον, η φωνή του με είχε απωθήσει· εξέπεμπε ανυπομονησία,

αγένεια, απαίτηση και κουραδομαγκιά. Σίγουρα με αντιπαθούσε. Ολοφάνερα με

θεωρούσε προκλητικά διάσημο, εκατομμυριούχο, άτυπο αξιωματούχο και άσσο στο

καλλιτεχνικό αλισβερίσι. Ήταν βέβαιο πως είχε δει φωτογραφίες μου σε πάνω από

δέκα περιοδικά, τα οποία είχε σκίσει ύστερα σε δεσμίδες για να σκουπίζει τον

κώλο του βρίζοντας.

Γιατί δίνουν το τηλέφωνό μου σ’ όλα τα μεγάλα ταλέντα; σκέφτηκα όταν κατάφερα

να ξεμπερδέψω. Τα παθήματά του δεν με είχαν συγκινήσει. Αντίθετα μου είχαν

προκαλέσει δυσφορία. Είχε καταφέρει να δεσμεύσει το πρώτο του βιβλίο με

εικοσιπενταετές συμβόλαιο σε περιθωριακό εκδοτικό οίκο και με το ανεπανάληπτο

δεύτερο ονειρευόταν να πάρει θριαμβευτική ρεβάνς απ’ όλους τους πουλημένους

κριτικούς που τον είχαν αγνοήσει.

«Τι του έχεις κάνει; Έγραψες τίποτα εναντίον του;», είπε ο ποιητής, που

αγνοούσε την παλιά ιστορία. «Δεν ξέρω καν τι γράφει. Και ούτε πρόκειται να

μάθω ποτέ», απάντησα. «Ξέρεις τι διαδίδει για σένα;», ρώτησε τότε ο ποιητής.

«Όχι», είπα.

Τελικά αποτελούσα το αγαπημένο θέμα συζήτησης του Μάκη Βιολάρη. Δεν είχε ιδέα

για την οικογένειά μου, αλλά έλεγε σε διάφορους ομοιοπαθείς του ότι ο πατέρας

μου είναι συγγενής του πρωθυπουργού κι εγώ θαμώνας του Μεγάρου Μαξίμου.

Κραύγαζε ότι γράφω σε ακατάληπτη γλώσσα και προσπαθούσε να συσπειρώσει

διάφορους αναξιοπαθούντες, για να βγουν τα αποσιωπημένα σύγχρονα

αριστουργήματα από την αφάνεια και να απαλλαγεί η χώρα από τα προϊόντα του

νεποτισμού. Γάβγιζε ότι στα βιβλία μου κάνω κριτική εκ του ασφαλούς, με

χαρακτήριζε «αναρχικό για λόγους μάρκετινγκ» και ισχυριζόταν μέσα σε

αραχνιασμένα μπαρ ότι εκείνος είναι ο μόνος γραφιάς που πίνει καθημερινά το

μεδούλι της ζωής.

Φυσικά και οι σεξουαλικές αναφορές δεν απουσίαζαν ποτέ από τα παραληρήματά

του. Όταν τύχαινε να βρίσκονται ομοφυλόφιλοι στην παρέα όπου είχε

προσκολληθεί, με κατηγορούσε ότι είχα ξεσκίσει μια ώριμη τηλεπαρουσιάστρια,

μια καταθλιπτική συγγραφέα και μια κόρη εφοπλιστού και ύστερα τις είχα

αξιοποιήσει δεόντως. Όταν δε το άτυχο κοινό του περιελάμβανε τίποτα ξέμπαρκες,

τις πληροφορούσε ότι είμαι διαβόητη λούγκρα. Στις άτελειωτες ώρες της

απομόνωσής του, έπλαθε φαντασιώσεις μ’ εμένα για πρωταγωνιστή και τις

ξεφούρνιζε όποτε έβρισκε γυναίκα εύκαιρη. Διηγόταν ότι τριγύρναγα σε ρυπαρά

πεζοδρόμια και σκοτεινά αλσύλλια για να ψωνιστώ, ότι ήξερα απ’ έξω κι

ανακατωτά όλα τα χαμάμ και ότι ακκιζόμουν όποτε με πλησίαζαν εικοσάχρονοι

θαυμαστές.

Τα λόγια του ποιητή ήταν γλαφυρά κι αβίαστα και τον πίστεψα. Διαφορετικά δεν

θα έδινα ιδιαίτερη σημασία. Θα θεωρούσα ότι πάει να με βουτήξει στο βούρκο της

παράνοιας και της μικρότητας, ότι πάει να με ενσωματώσει σ’ αυτό το

σπαρασσόμενο από υπόκωφες έριδες τσούρμο, που με τόση αγωνία πασχίζω να

αποφύγω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, έπαιξε ρόλο και η παρουσία του

Βιολάρη. Στεκόταν πλέον μόνος σε μια γωνία και με κάρφωνε εξ αποστάσεως με

έκδηλο μίσος.

Εκείνη τη φορά, πάντως, ο Βιολάρης έφυγε από τους πρώτους, κάτι που δεν

συνήθιζε – οπωσδήποτε παρατήρησε τη συνομιλία μου με τον ποιητή και μάλλον

υποψιάστηκε το περιεχόμενό της. Το ίδιο βράδυ έκανα ανήσυχο ύπνο· δυστυχώς

ξαναονειρεύτηκα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τι σημαίνει να είσαι

κρατικοδίαιτος λογοτέχνης, επίτροπος σε διαβούλια αργόμισθων, κεντρώος

εμπειρογνώμονας χωρίς ίχνος προσωπικής άποψης, αλιεύς χαζών ενζενί, τουρίστας

πολυτελείας σε διεθνείς εκθέσεις, χειραγωγός μέτριων πρωτοεμφανιζόμενων

πεζογράφων, φιλότεχνος με φαρισαϊκή έγνοια για τη θεατρική παραγωγή του τόπου,

ομοτράπεζος ετοιμοθάνατων ακαδημαϊκών και κυβερνητικών παραγόντων.

Πρέπει να διαφοροποιηθώ, να σώσω την αξιοπρέπειά μου, σκέφτηκα μόλις ξύπνησα.

Τελευταία είχα γίνει πολύ ευπρεπής, ιδιαίτερα χαμηλότονος, εκνευριστικά

ευέλικτος. Τι είχαν απογίνει τα ξεσπάσματά μου; Πού είχα καταχωνιάσει το

ταλέντο μου να σπέρνω καταστροφές;

Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκα στο γραφείο του εκδότη μου και επί τη ευκαιρία

ζήτησα να με φωτίσει πάνω στην υπόθεση Βιολάρη. «Για ποιον λες; Γι’ αυτόν που

σε βρίζει;», ρώτησε ο Καστανίδης. «Ναι», απάντησα. «Άσε, τραγική ιστορία… »,

άρχισε.

Ο Βιολάρης είχε φέρει το πρώτο του μυθιστόρημα στις εκδόσεις Καστανίδη, ο

αναγνώστης του οίκου το είχε απορρίψει και στη συνέχεια το χειρόγραφο κόπηκε

από άλλους τέσσερις ισχυρούς εκδότες. Την ίδια τύχη είχαν και τα δύο επόμενα

αριστουργήματα του ταλαντούχου δημιουργού, χωρίς να παίξει ρόλο το βαρυσήμαντο

υπουργικό ραβασάκι που συνόδευσε καθεμιά από τις απόπειρες. H τραγικότητα της

ιστορίας, όμως, δεν σχετιζόταν με τις δεκαπέντε συνολικά απορρίψεις. Όταν ο

Βιολάρης εισέπραξε την τρίτη άρνηση από τον αναγνώστη του Καστανίδη, πετάχτηκε

απότομα από την καρέκλα του και φώναξε: «Δεν είναι δυνατόν να είστε τόσο

άσχετοι! Κάτι άλλο συμβαίνει! Εδώ υπάρχει δάκτυλος Μικελίδη! Θα του δείξω

εγώ!».

Είχα δηλαδή να κάνω με άρρωστο σε κατάσταση αμόκ. Πίστευε ότι εγώ έφταιγα για

όλες του τις ταλαιπωρίες. Μέχρι πρόσφατα δεν ήξερα καν πώς είναι η μουτσούνα

του, αλλά σκοπός της ζωής μου ήταν πάντοτε η κακοπέρασή του. Ήταν ψυχοπαθής

και αξιολύπητος. Όμως εγώ δεν έπρεπε να δείξω οίκτο. Άλλωστε, ποτέ μου δεν

φαντάστηκα τον εαυτό μου σε ρόλο αγίου ή ψυχιάτρου. Ήταν μισερός και μπορούσα

άνετα να τον κάνω κιμά.

Έτσι θα παραδειγματίζονταν και ορισμένοι που σίγουρα οραματίζονταν να βαδίσουν

στα χνάρια του. Όταν τον πετύχαινα λοιπόν σε κάποια λογοτεχνική βραδιά, θα τον

χαστούκιζα μέχρι να πονέσει το χέρι μου και ύστερα θα τον έσερνα από το πόδι

θερίζοντας όλες τις καρέκλες στο πέρασμά μου. Θα τον κλότσαγα στ’ αρχίδια

τριάντα φορές και θα τον χόρταινα μπουνιές και στα δυο του μάτια. Όταν το

στόμα του θα μάτωνε, θα άρπαζα δυο τρία από τα μπροστινά του δόντια και θα τα

ξερίζωνα. Θα τον σήκωνα στον αέρα σαν πούπουλο καταμεσής στο βιβλιοπωλείο και

θα τον εκσφενδόνιζα στα ψηλότερα ράφια, εκείνα με τις πρόσφατες εκδόσεις. Θα

τον γράπωνα από το σκαντζοχοιρένιο του μαλλί και θα γυάλιζα με τη μούρη του

όλο το παρκέ της σάλας.

Θα του έσφιγγα το λαιμό και με τα δυο μου χέρια, μέχρι να του πεταχτεί η

γλώσσα έξω. Θα ξεκόλλαγα το μεταλλικό πόδι μιας καρέκλας και θα του έσπαγα το

δεξί χέρι σε δέκα σημεία. Θα τον γυρνούσα ανάποδα και θα τον κουνούσα σαν

κουμπαρά μέχρι να πέσουν οι πενταροδεκάρες από τις τσέπες του. Θα του έσκιζα

το πουκάμισο και μ’ αυτό θα του πασάλειβα τα αίματα στο πρόσωπο. Θα τον

ανάγκαζα να φωνάξει «μετανοώ», «είμαι σκουλήκι», «λυπήσου με», «δεν θα το

ξανακάνω». Θα τον κοπανούσα στην τζαμαρία μέχρι να τη γεμίσω με κόκκινα

στίγματα και θα τον έσπρωχνα μέχρι το πεζοδρόμιο. Θα τον χρησιμοποιούσα σαν

πολιορκητικό κριό και θα άνοιγα με το κεφάλι του τρεις τρύπες στο κοντινότερο

περίπτερο. Θα τον φορτωνόμουν στην πλάτη, θα περίμενα υπομονετικά κάποιο

λεωφορείο να πλησιάσει και θα τον πέταγα με δύναμη στο παρμπρίζ. H σύγκρουση

του οχήματος με τον ημιλιπόθυμο σακάτη θα ήταν σφοδρή και το σώμα του θα

ξαναγύριζε στην αγκαλιά μου έτοιμο για ταφή. Για θάψιμο στον πιο τιγκαρισμένο

κάδο απορριμμάτων που θα έβρισκα.

Ήμουν πια αφάνταστα εξοργισμένος με τον Βιολάρη, αλλά χρειαζόμουν κι άλλη

ώθηση για να προχωρήσω στην υλοποίηση του σχεδίου μου. Γι’ αυτό πέρασα μια

βόλτα από τον πιο πρόσφατο εκδότη του. «Φυσικά δεν ήρθες για να φέρεις βιβλίο

σου. Ήρθες να μάθεις για τον Βιολάρη», αποφάνθηκε μόλις κάθισα απέναντί του.

«Ναι», παραδέχτηκα. «Θα σου πω όσα ξέρω. Δεν τον γουστάρω καθόλου», είπε.

Ο Μάκης Βιολάρης θεωρείτο ο γκαντέμης του εκδοτικού οίκου: μια επίσκεψή του

είχε συμπέσει με διακοπή ρεύματος, μια άλλη με τον εγκλωβισμό ενός υπαλλήλου

στο ασανσέρ και μια τρίτη με την τροφική δηλητηρίαση δύο γραμματέων. Ερχόταν

συνοφρυωμένος στον τρίτο όροφο, διαμαρτυρόταν για την περιφρόνηση που δήθεν

του έδειχναν όλοι εκεί μέσα και ύστερα μιλούσε για το λαμπρό διδακτορικό και

το πρωτοφανές ταλέντο του, καθώς και για τον πατέρα του με τις επιχειρήσεις

στην Ξάνθη και το μεγάλο κύρος στη λεγόμενη δημοκρατική παράταξη. Φυσικά

αναφερόταν και σ’ εμένα.

«Πάλι για τον Μικελίδη γράφουν», έλεγε. «Τι ξεφτίλα! Πού έχει καταντήσει η

κριτική! Και για τους ταλαντούχους ούτε λέξη. Αλλά βέβαια! Θέλουν να με

θάψουν. Ή μάλλον εκείνος το έχει αποφασίσει. Όμως δεν θα του περάσει! Το καλό

ποτέ δεν χάνεται. Εγώ συνδυάζω τη νεανική ματιά του Χόρνμπι με την ωριμότητα

του Τολστόι».

Γι’ αυτό με φανταζόταν δολοπλόκο, συνωμότη, πολιτικάντη. Επειδή είχε ούγια

Θράκης και πατέρα κομματάρχη. Έπρεπε να τον τσακίσω, να τον κάνω να φτύσει το

γάλα της μάνας του. Όφειλα να του αποδείξω με φάπες ότι δεν είμαστε όλοι σ’

αυτή τη χώρα Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι. «H ισοπέδωση δεν θα περάσει»,

ορκίστηκα καθώς περπατούσα αναστατωμένος προς το σπίτι μου.

H ευκαιρία για έμπρακτες διευκρινίσεις μού δόθηκε τελικά ένα απόγευμα, σ’ ένα

μεγάλο βιβλιοπωλείο της Πανεπιστημίου. Έφτασα στην κατάμεστη αίθουσα με

καθυστέρηση, διαπίστωσα ότι ένας φιλόλογος είχε ήδη αρχίσει το καθήκον της

εκθείασης ενός γνωστού μου συγγραφέα, πήρα θέση δίπλα σε μια βάση με βιβλία

και σε λίγο διέκρινα τον Μάκη Βιολάρη. Ήταν κι εκείνος όρθιος. Με κοίταζε με

αηδία. Στεκόταν με σταυρωμένα χέρια κοντά στο τραπέζι των πρωταγωνιστών. Για

να τον πλησιάσω και να του εξηγήσω μερικά πράγματα με αξέχαστο τρόπο, έπρεπε

να περάσω πίσω από εκατό καθισμένους θεατές και να ελιχθώ ανάμεσα σε πενήντα

όρθιους.

Τότε, όμως, δείλιασα. Συνειδητοποίησα το τρομερό μέγεθος της συσσωρευμένης

οργής μου και την ανοησία του σχεδίου μου και φοβήθηκα τις συνέπειες. Γιατί

δεν είχα σκεφτεί κάτι καλύτερο; Γιατί είχα αποφασίσει να δράσω μπροστά σε

τόσους μάρτυρες; Γιατί δεν είχα προσλάβει κάποιον να τον πυροβολήσει; Γιατί

δεν είχα βάλει ντετέκτιβ να τον παρακολουθήσει και να μου υποδείξει πρόσφορες

τοποθεσίες για την απονομή δικαιοσύνης; Αν άρχιζα τώρα να τον χτυπάω, δεν θα

σταματούσα πριν τον σκοτώσω και θα κατέληγα στη φυλακή. Κι αυτό θα ήταν μια

ανώδυνη λεπτομέρεια σε σύγκριση με κάποιες παράπλευρες συνέπειες. Ένα ξέσπασμα

βίας μπροστά σε τόσους ψοφοδεείς θα προκαλούσε αποτροπιασμό και θα με

στιγμάτιζε. Μπορεί να έχανα τα προνόμια μου.

«Τρίχες!», είπα ξαφνικά και μεταστράφηκα. Αν ανέβαλα την επίθεση για κάποια

άλλη φορά, ο θυμός μου θα εξατμιζόταν. Αν δεν προχωρούσα σε μια άμεση πράξη

διαφοροποίησης, θα γινόμουν μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλιαρός, όλο και πιο

άχρωμος, όλο και πιο ύπουλος. Και θα κατέληγα κρατικοδίαιτος λογοτέχνης,

αργόμισθος επίτροπος, μετριοπαθής εμπειρογνώμονας, αλιεύς σαχλοκούδουνων,

τουρίστας πολυτελείας, χειραγωγός νεότερων πεζογράφων, φαρισαίος φιλότεχνος.

Έπρεπε να του σπάσω τα κόκκαλα. Μόνο αυτό είχε σημασία. Έσπρωξα λοιπόν μια

ηλικιωμένη με καμπαρντίνα, πέρασα ανάμεσα από μία μάνα και μία κόρη, έκανα πως

δεν είδα δύο πεζογράφους που αποπειράθηκαν να με χαιρετήσουν και τέντωσα το

χέρι για να αρπάξω το δεξί αυτί του Βιολάρη. Εκείνος, όμως, είχε

παρακολουθήσει την πορεία μου, έσκυψε απότομα και με απέφυγε – έδειξε

προπονημένος γι’ αυτή την επίθεση από καιρό. Έπειτα βούτηξε στο δάπεδο,

μπουσούλησε ταχύτατα και, λίγο πριν την κεντρική βιτρίνα, χτύπησε το κεφάλι

του στα πόδια κάποιου όρθιου θεατή. Τότε τον πρόλαβα.

Τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον χαστούκισα μέχρι που πόνεσε το χέρι μου. Δεν

τον έσυρα, ωστόσο, από το πόδι θερίζοντας όλες τις καρέκλες στο πέρασμά μου.

Δεν τον κλότσησα στ’ αχαμνά, ούτε τον χόρτασα μπουνιές και στα δυο του μάτια.

Δεν του μάτωσα το στόμα και δεν του ξερίζωσα μπροστινά δόντια. Τον σήκωσα

απλώς στον αέρα σαν πούπουλο και τον εκσφενδόνισα προς τη γυάλινη εξώπορτα με

τα φωτοκύτταρα.

Λίγο νωρίτερα ένας μεσόκοπος είχε πλησιάσει την εξώπορτα και τα δυο της φύλλα

είχαν ανοίξει αυτόματα. Έτσι ο ιπτάμενος Βιολάρης διέσχισε το κενό

ουρλιάζοντας και προσγειώθηκε στο πεζοδρόμιο. Βγήκα τότε έξω για να τον

προλάβω σωριασμένο και να τον αποτελειώσω, αλλά σηκώθηκε. Έδειχνε έντρομος,

αλλά όχι έκπληκτος. Στο πρόσωπό του δεν φαινόταν ούτε μία εκδορά, ούτε μία

σταγόνα αίμα. Με είδε να πλησιάζω αργά και δεν επιχείρησε να μου πει

«μετανοώ», «είμαι σκουλήκι», «λυπήσου με» ή «δεν θα το ξανακάνω». Αντιθέτως

έτρεξε προς τον λεωφορειόδρομο.

Τουλάχιστον το τελευταίο μέρος του σεναρίου μου πραγματοποιήθηκε σχεδόν στο

ακέραιο. Ο εχθρός μου βγήκε πανικόβλητος στην άσφαλτο χωρίς να ελέγξει αν

ερχόταν κάποιο όχημα και ένα λεωφορείο, που έτρεχε με εβδομήντα χιλιόμετρα την

ώρα, τον χτύπησε σαν κορύνη και τον τίναξε σε έναν πράσινο μεταλλικό στύλο.

Και οι δύο κρούσεις έβγαλαν τον ίδιο ξερό ήχο και το άψυχο σώμα του Βιολάρη

κατέληξε στο πεζοδρόμιο θυμίζοντας ξεφούσκωτο στρώμα θαλάσσης. Αμέσως μετά

επέστρεψα στη σάλα του βιβλιοπωλείου, διέσχισα το θορυβημένο πλήθος και κάθισα

σε μια καρέκλα για να ξεκουραστώ και να αναμείνω ησύχως τη σύλληψη από τα

όργανα της τάξης. Σε λίγο θα είχα να αντιμετωπίσω σωρεία επιβαρυντικών

μαρτυριών.

Προηγουμένως, μερικοί είχαν κραυγάσει με αποδοκιμασία και ορισμένες είχαν

ουρλιάξει με φρίκη. Τώρα οι περισσότεροι θεατές του συμβάντος με κοιτούσαν με

φόβο.

Αργότερα κατάλαβα ότι οι εκτιμήσεις μου δεν ήταν απολύτως ορθές. Όταν ήρθε η

αστυνομία, κανείς δεν ανέφερε το όνομά μου, κανένας δεν στράφηκε προς τη μεριά

μου και γύρω στα είκοσι άτομα κατέθεσαν ότι ο Βιολάρης καταλήφθηκε από

ανεξήγητη μανία και έτρεξε προς το φονικό λεωφορείο με φανερή πρόθεση να

αυτοκτονήσει. Όταν μάλιστα τα περιπολικά και το ασθενοφόρο αποχώρησαν, πέντε

άντρες και δύο γυναίκες με πλησίασαν, μου χαμογέλασαν με κατανόηση και με

άγγιξαν στην πλάτη σαν να ήθελαν να με συγχαρούν.