Οι επικίνδυνες καιρικές συνθήκες και η πειρατεία στη Μεσόγειο ήταν οι βασικές

αιτίες που οδήγησαν τους αρχαίους Έλληνες στην καθιέρωση των πρώτων – ναυτικών

– ασφαλίστρων, με τη μορφή θαλασσίου δανείου, σύφωνα με έρευνα που ανατέθηκε

από την Ακαδημία Αθηνών (εδώ, το ανακατασκευασμένο αρχαίο πλοίο «Κυρήνεια»)

Μπορεί σήμερα οι ασφαλιστικές εταιρείες να είναι πολυεθνικές και να

περιλαμβάνουν πληθώρα προϊόντων, «γεννήθηκαν» όμως πριν από 2.500 χρόνια στην

Ελλάδα. Οι θαλασσοπόροι Έλληνες, που ήξεραν τους κινδύνους τους οποίους έκρυβε

για τα πλοία και τα εμπορεύματά τους η θάλασσα, ήταν εκείνοι που πρώτοι

επινόησαν ήδη από τον 4ο αι. π.X. τις ασφαλιστικές εταιρείες, τα επιτόκια και

τις αποζημιώσεις. Αυτό είναι το θέμα που πραγματεύεται η υπό έκδοση μελέτη «Οι

αρχαίοι Έλληνες για τους οικονομικούς κινδύνους και την κάλυψή τους», του

διδάκτορα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης Χρήστου

Μπαλόγλου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών,

υπό την εποπτεία του ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Δρακάτου, με χρηματοδότηση της

εταιρείας Ασπίς Πρόνοια.

«Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που συνέλαβαν την ιδέα της κάλυψης από τους

οικονομικούς κινδύνους και τελικά έθεσαν τα θεμέλια και προσδιόρισαν τις

γενικές αρχές της θαλάσσιας ασφάλισης, τα οποία ισχύουν και σήμερα στη διεθνή

ναυτιλιακή και ασφαλιστική κοινότητα», επισημαίνει στα «NEA» ο κ. Μπαλόγλου,

αν και οι πρώτες υποτυπώδεις προσπάθειες για την ασφάλιση των μεταφερόμενων

αγαθών αποδίδονται στους λαούς της Μεσοποταμίας, καθώς και στον κώδικα του

Βαβυλώνιου βασιλιά Χαμουραμπί.

Οι άσχημες καιρικές συνθήκες και η πειρατεία ήταν οι μεγαλύτεροι

κίνδυνοι που απειλούσαν τους εμπόρους, οι οποίοι σπάνια είχαν τη δυνατότητα να

χρηματοδοτήσουν μια επικίνδυνη και με αβέβαιο αποτέλεσμα επιχείρηση. Γι’ αυτό

και επινοήθηκε ένα σχήμα προαιρετικής χρηματοδότησης, το ναυτικό δάνειο, που

έπαιζε τον ρόλο της σημερινής θαλάσσιας ασφαλίσεως.

Χρηματοδότες των ναυτικών δανείων ήταν συνήθως μια ομάδα εξειδικευμένων

κεφαλαιούχων ή τραπεζίτες. Τα ποσά ασφαλίσεως σπάνια ξεπερνούσαν τις 2.000

δραχμές. Στη γραπτή συμφωνία (συγγραφή), η οποία συντασσόταν ενώπιον μαρτύρων,

καθορίζονταν το δρομολόγιο και ο χρόνος διεξαγωγής του ταξιδιού (συνήθως από

Μάρτιο έως Νοέμβριο), παράγοντες που καθόριζαν και το επιτόκιο του δάνειο, το

οποίο συνήθως κυμαινόταν από 18% έως 20%, χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις

που άγγιζε και το 30%. Όταν το πλοίο έφτανε στον προορισμό του, το κεφάλαιο

έπρεπε να αποδοθεί μαζί με τους τόκους μέσα σε 20 ημέρες, μετά την αφαίρεση

των πιθανών ζημιών.

Γιατί το ναυτικό δάνειο θεωρείται το πρώτο είδος θαλάσσιας ασφάλισης; «Διότι

οι δανειστές έχαναν κάθε δικαίωμά τους σε περίπτωση που βυθιζόταν το πλοίο.

Και με την καταβολή του τόκου (αντίστοιχου του σημερινού ασφαλίστρου) ο

δανειστής μοιραζόταν με τον πλοιοκτήτη (δανειζόμενο) τον κίνδυνο και την

πιθανή ζημία», εξηγεί ο κ. Μπαλόγλου.

Σε τι διαφέρει, όμως, το ναυτικό δάνειο των αρχαίων Ελλήνων από τις σημερινές

θαλάσσιες ασφάλειες; «H αποζημίωση (το δανειζόμενο κεφάλαιο) κατά την

αρχαιότητα καταβαλλόταν με τη σύναψη του δανείου και επιστρεφόταν με τον τόκο

της, αν δεν είχε επέλθει κίνδυνος. Σήμερα, αντιθέτως, ο τόκος καταβάλλεται εξ

αρχής και η αποζημίωση αποδίδεται μόνον αν συμβεί κάποια καταστροφή»,

διευκρινίζει.

Εκτός από τα ναυτικά εμπορικά δάνεια, στην Αθήνα της κλασικής εποχής

υπήρχε και ο θεσμός των δανείων με ασφάλεια γης, μάρτυρες των οποίων

αποτελούσαν απλοί ενεπίγραφοι λίθοι, οι «όροι», τοποθετημένοι σε περίοπτη θέση

χωραφιών, σπιτιών και εργαστηρίων, ώστε να γνωστοποιείται η ύπαρξη χρέους. Για

τη σύναψή τους δεν υπήρχε γραπτή πράξη, ενώ το επιτόκιο κυμαινόταν σε πολύ

χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα ναυτικά.

Αποδράσεις «γέννησαν» την πρώτη εταιρεία

Πρωτιά διεκδικούν οι Έλληνες και στην οργάνωση ασφαλιστικής εταιρείας, με

φορέα ιδιοκτησίας και λειτουργίας το κράτος. Λειτούργησε επί εποχής Μεγάλου

Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα, αφορούσε τις αποδράσεις δούλων και ως εμπνευστής της

φέρεται ο Ρόδιος αξιωματούχος Αντιμένης. «Ο κίνδυνος απόδρασης ήταν μεγάλος

και κανείς ιδιώτης δεν αναλάμβανε το κόστος ασφάλισης των δούλων. Ένα κράτος

τόσο μεγάλο όσο εκείνο του Αλεξάνδρου, που διέθετε τα μέσα για να καταδιώξει

τους φυγάδες, μπορούσε να οργανώσει μια ασφαλιστική επιχείρηση που θα απέφερε

έσοδα με τη μορφή ασφαλίστρων, ενώ σπανίως θα χρειαζόταν να καταβάλει

αποζημιώσεις», λέει ο ερευνητής. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, οργανώθηκε

επιχείρηση όπου κάθε ενδιαφερόμενος ενέγραφε τον δούλο στα αρχεία του ειδικού

στρατοπέδου, πληρώνοντας οκτώ δραχμές. Σε περίπτωση απόδρασης το κράτος

αναλάμβανε να αναπληρώσει τον δραπέτη ή να καταβάλει το τίμημα.