H (ιδεολογική) άρνηση των Σουηδών να αποδεχθούν το ευρώ πυροδότησε απρόβλεπτες

εξελίξεις. Ο P. Πρόντι αναγνώρισε ανεπιφύλακτα ότι υφίσταται πλέον ένα δομικό

πρόβλημα με τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους («Independent», 18.9.2003). Οι

σουηδικές εφημερίδες έκαναν λόγο για τη νίκη του λαού, που έστειλε ένα καθαρό

μήνυμα στο γραφειοκρατικό κατεστημένο των Βρυξελλών («Guardian», 16.9.2003).

Σε αυτό το πλαίσιο θα ανιχνεύσω σύντομα τις πιθανές αιτίες που προκάλεσαν το

παραπάνω ανησυχητικό αποτέλεσμα (το οποίο φορτίστηκε επικίνδυνα από την άγρια

δολοφονία της Ά. Λιντ).

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να απορρίψουμε κατηγορηματικά τις προσεγγίσεις εκείνες

που επικαλούνται με αφέλεια κάποια ιδιαίτερα ψυχαναλυτικά χαρακτηριστικά (και

τον Αύγουστο Στρίντμπερκ) για να αποκρυπτογραφήσουν το παραπάνω δημοψήφισμα

(«Die Welt», 16.9.2003). Έτσι, η αναφορά στην απομονωτική φυσιογνωμία των

Σουηδών δεν μπορεί να συνιστά μια έγκυρη μεθοδολογική προσπέλαση, γιατί

αποπολιτικοποιεί παντελώς την αυθεντική έκφραση της γνώμης ενός λαού.

Επιπλέον, το παραπάνω «ηχηρό όχι» δεν πήγασε από μια «παλιομοδίτικη» (old –

fashioned) εθνικιστική τάση για τη διατήρηση της σουηδικής κορόνας. Μια τέτοια

παραδοχή θα ήταν ασύμβατη με την αναντίρρητη πολυπολιτισμική διάσταση της

προκείμενης κοινωνίας, που αφομοίωνε αρμονικά στην υπόστασή της τις αλλοδαπές

πληθυσμιακές ομάδες από το 1960.

Ούτε μπορεί επίσης να συσχετιστεί ευθέως το ανησυχητικό τούτο αποτέλεσμα με

την αίσθηση της υπεροχής που έχουν οι Σουηδοί, λόγω των εκπληκτικών επιδόσεων

της οικονομίας τους. (H ανεργία, λ.χ., είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη

των χωρών της ευρωζώνης). Γιατί; Γιατί μια τέτοια αξιολόγηση είναι πολύ

σύνθετη και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει από τώρα αν η χώρα τούτη – έξω από

την ευρωπαϊκή κοινότητα – θα υποστεί κάποιες κρίσιμες βλαπτικές παρενέργειες

(μικρότερες ξένες επενδύσεις κ.λπ.).

Κατά συνέπεια, η διαμόρφωση μιας ισχυρής πλειοψηφίας (56%) που απέρριψε

εμφαντικά το ευρώ μπορεί να αποδοθεί κυριαρχικά σε μια σαφή πολιτική θεώρηση.

Δηλαδή, στην ανεπιφύλακτη πεποίθηση των Σουηδών ότι η Ευρώπη που εκκολάπτεται

σήμερα είναι η Ευρώπη των πολιτικών (και οικονομικών) ελίτ και όχι η Ευρώπη

των πολιτών. Έτσι, οι συμπαθείς Σκανδιναβοί αρνήθηκαν να απαλλοτριώσουν την

αντιπροσωπευτική τους δημοκρατία. Αρνήθηκαν επιπλέον να διοικούνται από ένα

απομακρυσμένο γραφειοκρατικό μόρφωμα που εδρεύει στις Βρυξέλλες.

Αυτή η επιχειρηματολογία έχει μεγάλη βασιμότητα, κατά τη γνώμη μου. Γιατί;

Γιατί, δυστυχώς, η αρχιτεκτονική των κορυφαίων ευρωπαϊκών θεσμών εκκολάπτει

ένα τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα. Έτσι, οι πολίτες αυτής της ηπείρου δεν

συμμετέχουν σε κανέναν θεσμό – με την ψήφο τους – και δεν μπορούν να

επηρεάζουν τους κανόνες που διέπουν την καθημερινότητά τους (και αυτό

εξακολουθεί να ισχύει και μετά το σχέδιο του Συντάγματος που ψηφίστηκε στη

σύνοδο της Θεσσαλονίκης).

Όμως, με αυτόν τον τρόπο δεν διαπλάσσεται μια ενιαία πολιτική κοινότητα και

μια κοινή αλληλεγγύη, ώστε οι Πορτογάλοι και οι Σουηδοί, λ.χ., να είναι

έτοιμοι να εγγυηθούν οι μεν για τους δε. Στο πλαίσιο τούτο κάποιοι προβάλλουν

και τον εκδημοκρατισμό των οικονομικών θεσμών της Κοινότητας. Υπό αυτήν την

έννοια προτείνουν να λογοδοτεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις επιλογές

της σε μια πολιτική συνέλευση (Z. Π. Φιτουσί, «Για τον δημοκρατικό έλεγχο της

ευρωπαϊκής νομισματικής εξουσίας», 2003).

Πάντως, με το απαράδεκτο τούτο δημοκρατικό έλλειμμα δεν είναι τυχαίο ότι η

Ευρώπη στο Κανκούν του Μεξικού δεν μπόρεσε να προωθήσει ένα διαφορετικό

μοντέλο παγκοσμιοποίησης. Υπέκυψε στις θλιβερές αξιώσεις των Γάλλων αγροτών

και καταδίκασε τον Τρίτο Κόσμο στη φτώχεια (αφού έκλεισε τις πύλες της στα

αγροτικά προϊόντα αυτών των χωρών).

Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά; Οι Σουηδοί είπαν όχι στο ευρώ, γιατί

πιστεύουν ότι δεν θα μπορούν να ρυθμίζουν άμεσα τις τύχες τους. Είπαν όχι,

γιατί η Ευρώπη στηρίζεται σήμερα σε μια ιεράρχηση αξιών που οδηγεί στην

επικράτηση των οικονομικών επί των πολιτικών ελευθεριών. Είπαν όχι, γιατί οι

γραφειοκράτες που τη διοικούν δεν κατανοούν «ότι το γλυκό εμπόριο δεν υπήρξε

ποτέ αρκετό για να ειρηνεύσει τις κοινωνικές σχέσεις» (Z. Π. Φιτουσί).

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ.