Ναι, ομολογώ ότι ζήλεψα. Ζήλεψα πάρα πολύ εκείνη τη γυναίκα που τηλεφώνησε

στην εκπομπή της Βέφας για να εκφράσει την «απορία της ημέρας»: «γιατί δεν

πήζουν τα… λουκούμια;».

Για μένα ήταν άλλη μία δύσκολη μέρα. Χωρίς ταξί, με φορτωμένη ατζέντα,

τηλέφωνα που χτυπούν από το πρωί, με άλλη μία φορά ακυρωμένο γυμναστήριο και

την προοπτική εξόδου το βράδυ να φαίνεται από μακριά, μα πολύ μακριά, μετά τις

εννιάμισι, και η οποία απλώς προσθέτει άλλο ένα μίνι-άγχος (ξέρετε τώρα, τι να

φορέσω ώστε αν δεν προλάβω ν’ αλλάξω να μην είμαι «πρωινή» κ.λπ.).

Κάπου εκεί, μεταξύ πρωινής και βραδινής ατζέντας, σε χώρο αναμονής με ανοικτή

τηλεόραση «πέφτω» πάνω στην ερώτηση της ημέρας! Γιατί δεν πήζουν τα λουκούμια,

κυρία Βέφα;

Ένας κόσμος πασπαλισμένος με ζάχαρη, άχνη και ροδόνερο εισέβαλε ξαφνικά στο

χάος των αυθαιρέτων και τις Ολυμπιακές ίντριγκες. Γιατί δεν πήζουν τα

λουκούμια; Φταίει που βάλαμε ζελατίνη σε φύλλα αντί για ζελατίνη σε σκόνη; Και

πόσα φύλλα αντιστοιχούν σε μια κουταλιά ζελατίνης σε σκόνη; H εθνική

τηλεοπτική μαγείρισσα αναλύει το θέμα την ώρα που βάζει ελαφρώς προτηγανισμένη

μελιτζάνα σε πυρέξ με σοβαρότητα. «Ήταν δική μου συνταγή;», ρωτά κάποια στιγμή

τη γυναίκα με τα λουκούμια. Όχι. Ήταν άλλη συνταγή. Αλλά την εθνική μας

μαγείρισσα εκτιμά για τα «δύσκολα» και σε αυτήν εκθέτει τις απορίες.

Δεν προλαβαίνω το τέλος. Απομακρύνομαι από την TV με μια διάθεση ανάλαφρη,

όπως η λουκουμόσκονη. Όταν ανοίγω την πόρτα, η λουκουμόσκονη σπάει ξαφνικά σαν

ροζ φούσκα. Καλώς ήλθαμε στον πραγματικό κόσμο.