Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισάρειας. Καισάρεια.

H Καισάρεια (τουρκ. Kayseri) είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά

και ολόκληρης της Καππαδοκίας. Βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του Αργαίου,

μέσα σε οροπέδιο. Οι κάτοικοί της την εποχή της Ανταλλαγής ήταν Έλληνες

τουρκόφωνοι (146 οικογένειες – 624 άτομα), Τούρκοι (29.000) και Αρμένιοι

(14.000). H Καισάρεια ήταν μουτεσαριφλίκι και υπαγόταν διοικητικά στο βιλαέτι

της Άγκυρας. Έπειτα από το 1908 έγινε ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι και υπαγόταν

απευθείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Το 1920-1921, επί Κεμάλ, η Καισάρεια έγινε

βιλαέτι. Εκκλησιαστικά ήταν έδρα της ομώνυμης μητρόπολης.



Μα το Θεό, εσάς πολύ θα σας αναζητήσουμε

(Μαρτυρία Θωμά Μίλκογλου, Βύρωνας – αποσπάσματα)

Κάτοικοι της Εφέσου περιμένουν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού. («Χρονικό

Μικρασιατικού Πολέμου»)

Διαβάζαμε στην Καισάρεια τούρκικες εφημερίδες της Πόλης, τη «Βακίτ», «Εφκιάρ»,

«Τασφίρ». Απ’ εκεί μάθαμε ότι στη Λωζάννη γίνονται συνομιλίες Ελλάδος –

Τουρκίας για την Ανταλλαγή. Έτσι πληροφορηθήκαμε ότι τον Ιούλιο του 1923

υπογράφηκε η οριστική συμφωνία για την Ανταλλαγή. Το Μάιο του 1924 ήρθε

τριμελής Επιτροπή στη Μερσίνα. Την αποτελούσαν ένας Δανός, ένας Τούρκος και

ένας Έλληνας, ο Οικιάδης, αδερφός του καπού κεχαγιά των Πατριαρχείων.

H τριμελής αυτή Επιτροπή ίδρυσε Υποεπιτροπή στη Μερσίνα, με προϊστάμενο το

Χαράλαμπο Κεντίκογλου. H Υποεπιτροπή της Μερσίνας είχε καθήκον να ιδρύσει σ’

όλη την Ανατολή άλλες επιτροπές.

Ο X. Κεντίκογλου έγραψε γράμμα στον εχτιάρη [δημογέροντα] της Καισάρειας και

του παράγγειλε «με ομόνοια και αγάπη» να εκλεγεί μια επιτροπή για να φροντίσει

σχετικά με την Ανταλλαγή. Έτσι και έγινε. Εκλέγηκαν οι: 1) Νεόφυτος Αγιάνογλου

(πέθανε) 2) Ιωάννης Εμμανουηλίδης (ζει), αδερφός του υπουργού 3) Θωμάς

Μίλκογλου (εγώ)

Πρόεδρος: Ο επίσκοπος Σεβαστείας Γερβάσιος (εδώ έγινε μετά ο Γρεβενών)

Γραμματέας: Ο Πασχαλίδης, από το Ταβλοσούν, διευθυντής των σχολείων

Καισαρείας· δε ζει πια.

Ήμασταν οχτώ χιλιάδες ψυχές. Είπαμε στην Επιτροπή ότι τα τρία τέταρτα των

κατοίκων είναι άποροι και ότι πρέπει να μεταφερθούν δωρεάν.

Ο Οικιάδης χάλασε τον κόσμο. Είπε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αδιαφορούσε

για την τύχη μας ο Οικιάδης. Μόνο φρόντιζε να βρει αντίκες για τον εαυτό του.

Σκεφθήκαμε. Ο επίσκοπος Γερβάσιος έγραψε στο μητροπολίτη μας Νικόλαο στην Πόλη

να στείλει απ’ εκεί χρήματα, από τα ενοίκια της χτηματικής περιουσίας της

κοινότητάς μας στην Πόλη. Ο μητροπολίτης έκανε επιτροπή στην Πόλη, μάζεψε

λεφτά και μας τα έστειλε. Τα λεφτά όμως δεν έφταναν· οι άποροι ήταν πολλοί.

Είπαμε τότε στους πλουσίους των χωριών της Καισάρειας να βοηθήσουν. Αυτοί δεν

ήθελαν. Τους απειλήσαμε ότι δε θα τους δώσουμε, δήθεν, πασαπόρτι [διαβατήριο]

για την Ελλάδα. Τότε φοβήθηκαν και μας ενίσχυσαν οικονομικά.

Άρχισαν να συρρέουν πρόσφυγες από το Τσουχούρ, το Τασλίκ, το Ρούμκαβακ, το

Καράτζορεν. Οι Τούρκοι είχαν σφάξει τον παπα-Αντώνη στο Τασλίκ και ο κόσμος

φοβόταν. Έρχονταν όλοι στην Καισάρεια.

Φωνάξαμε να δηλώσει ο κάθε Καισαριώτης την περιουσία του. Ο Πασχαλίδης έγραφε.

………………

Λυπόντουσαν οι ντόπιοι Τούρκοι που θα φεύγαμε. Ήταν ένας Τούρκος αγάς της

Καισάρειας, Ιμάμ Zαdέ Μεμέτ μπέη τον λέγανε. Έβλεπε τους Τούρκους πρόσφυγες

που είχαν έρθει από τις Σέρρες συναγμένους μπροστά στην εκκλησία, κακομοίρηδες

και εξαθλιωμένους, κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε:

– Αλτινί βερdίκ, dεμιρί αλdίκ. Βάλλαχι, Μπίλλαχι, σιζί ποκ αραγιατζάγιζ!

[ – Δώσαμε το χρυσάφι, πήραμε το σίδερο. Μα το Θεό, εσάς πολύ θα σας

αναζητήσουμε].

Λέγαμε οι αφελείς: «Για τα χτήματα θα μας δώσουν χτήματα στην Ελλάδα»

Χαρήκαμε που θα φεύγαμε για την Ελλάδα. Δεν ήταν δυνατό να μείνουμε πια στην

Τουρκία· διάτρεχε κίνδυνο η ζωή μας. Λέγαμε οι αφελείς: «Για τα χτήματα θα μας

δώσουν χτήματα στην Ελλάδα. Για το σπίτι, σπίτι· για το μαγαζί, μαγαζί.».

Γιατί να μη χαρούμε;

Στις 8 Σεπτεμβρίου, με το παλιό ημερολόγιο, έφυγα από τους τελευταίους με την

οικογένειά μου από την Καισάρεια. Με καμιόνι πήγαμε στο Ουλούκισλα.

Στις γυναίκες φάνηκε παράξενο το τρένο, προπαντός το σφύριγμά του. Απ’ εκεί

πήγαμε στη Μερσίνα, όπου μείναμε δέκα δώδεκα μέρες. Ο κόσμος έμενε στις

εκκλησίες, στα χάνια. Εγώ έμενα σε σπίτι.

Φύγαμε με το αιγυπτιακό «Ακπαζία» της Χεδιβιέ. Πιάσαμε πρώτα στο Iσκενdερούν

[Αλεξανδρέττα]. Μετά στο Μπεϊρούτ [Βηρυτός]. Ταραμπουλούς [Τρίπολη],

Πορτ-Σάιντ, Αλεξάνδρεια. Έξι μέρες κάναμε ώς εκεί. Απ’ εκεί κάναμε αχταρμά στο

«Φαμάγκουστα» και σε δυο μέρες ήρθαμε στον Πειραιά.

Καλώς έγινε η Ανταλλαγή! Ο ελληνισμός της Ανατολής γλίτωσε. Αν μέναμε εκεί, θα

παθαίναμε ό,τι έπαθαν οι Έλληνες στην Πόλη το Σεπτέμβριο του 1955. Βέβαια

χάθηκεν η Σμύρνη και η Πόλη, όπως χάθηκαν η Σαμψούντα και η Μερσίνα. Γλίτωσε

όμως όλη η άλλη Ανατολή. Μόνο όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό, λένε το

αντίθετο.

23.1.1959