|
|
KENTPIKH KAI ΝΟΤΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑ Περιφέρεια Άκσεραϊ – Γκέλβερι Άκσεραϊ
Εδώ, τουλάχιστον, είμαστε σε χριστιανικό έθνος
(Μαρτυρία Δέσποινας Συμεωνίδου, Καισαριανή – αποσπάσματα)
|
| Ελληνική περίπολος στους δρόμους της Κιουτάχειας («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου 1919»)
|
Μια μέρα ήρθαν από το Γκέλβερι και μας ειδοποίησαν να ετοιμασθούμε, γιατί θα
γίνει καχιλατζάκ [ξεσηκωμός]. «Θα πάμε», μας είπαν, «στην Ελλάδα και οι
Τούρκοι της Ελλάδας θα έλθουν εδώ».
Χαρήκαμε. Θα πάμε σε χριστιανικό τόπο, είπαμε. Και κακοί άνθρωποι να είναι,
μια φορά χριστιανοί θα είναι. Δε θα φοβόμαστε εκεί, όπως εδώ τους Τούρκους,
που οι χωροφύλακές τους ερχόταν κάθε τόσο στο χωριό μας κι έψαχναν τους άντρες
μας και ανάγκαζαν τα κορίτσια μας να κρύβονται στους στάβλους.
Εκείνες τις μέρες «πιάστηκε το φεγγάρι» [έγινε έκλειψη σελήνης]. Πήραμε
τενεκέδες και τους χτυπούσαμε «τσατ, τσατ», για να ανοίξει το φεγγάρι· το ίδιο
έκαναν και οι Τούρκοι. Πήγαν αυτοί στο τζαμί τους κι εμείς στην εκκλησιά μας,
που η καμπάνα της χτυπούσε νταν, νταν σαν σε κηδεία. Εκεί κάναμε γονατιστοί
παράκληση και όλο κλαίγαμε. Λέγαμε: «Τώρα θα γίνει ο κόσμος άνω κάτω· άραγες
τι θα έλθει στο κεφάλι μας τώρα που θα φύγουμε;».
Πουλήσαμε τα πράγματά μας στο Γκέλβερι, αυτά που δεν μπορούσαμε να
κουβαλήσουμε μαζί μας. Ύστερα κάναμε την τελευταία λειτουργία στην εκκλησία,
κατεβάσαμε τα εικονίσματα και τα καντήλια και τα βάλαμε σε κάσες. Είπαμε αντίο
στους Τούρκους γειτόνους και όλο το χωριό κατηφόριζε με τα ζώα στο Γκέλβερι.
Οι Τούρκοι μας έλεγαν. «Καθίστε, μη φύγετε.» Τους απαντάμε εμείς: «Τούρκοι θα
γίνουμε; Πάμε στο έθνος μας, στην Ελλάδα».
|
| Αντιστράτηγος Κομνηνός Μηλιώτης. Διοικητής Στρατού Μικράς Ασίας (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
|
Στο Γκέλβερι μείναμε ένα μήνα και περιμέναμε τους Γκελβεριώτες να ετοιμασθούν,
να φύγουμε όλοι μαζί. Ούτε μια φορά δεν ανεβήκαμε στο χωριό μας, που ήταν μισή
ώρα απόσταση. Τι να κάνουμε; Κρύο πράγμα. Όσο και νά ‘ναι, Τούρκοι ήταν. Από
το Γκέλβερι φύγαμε με τους τελευταίους, γιατί ο άντρας μου έκανε το χαμάλη και
φόρτωνε στους αραμπάδες τα πράγματά τους. Πήγαμε στο Ουλούκισλα με τους
αραμπάδες κι εκεί καθίσαμε στο τρένο. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα η μάνα
μου κι εγώ. Ρωτάμε τον άντρα μου: «Τι είναι αυτό που κάνει πατ, πατ;».
Απαντάει αυτός: «Είναι τρένο· κουβαλάει ανθρώπους». (Βλέπεις, ο Ισταύρης μου
είχε πάει στρατιώτης στο Έρεγλι και το ήξερε). Στα χωριά που περνούσαμε για να
πάμε στη Μερσίνα, οι Τούρκοι πετροβολούσαν το τρένο και γι’ αυτό το λόγο μας
συνόδευαν Τούρκοι χωροφύλακες να μας προστατέψουν. Στη Μερσίνα μείναμε μια
βδομάδα στα σύρματα· ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε
φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές,
κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου,
το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ώς έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν
έπαθα τίποτε· άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και
κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα
βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι· τους έδεσαν με σίδερα και τους
πέταξαν στη θάλασσα. Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί·
εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ ντερέ, κοντά
στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο
κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το
παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα ερχόνταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και
έτρωγαν τους πεθαμένους. Δεν ξέραμε στο χωριό μας τέτοια αγρίμια· είχαν, να,
κάτι τέτοια μεγάλα δόντια… Και να δεις, αδερφούλη μου, τη μέρα που θα
πέθαινε άνθρωπος, λες και το ‘ξεραν τα τσακάλια, ερχόταν τη νύχτα έξω από τα
τσαντίρια και ούρλιαζαν λυπητερά. Εμείς καταλαβαίναμε τότε και όλο κλαίγαμε…
Αχ! καλύτερα να μη γινόταν η Ανταλλαγή, να μέναμε στα Κενάταλα. Εκεί έξι μήνες
δουλεύαμε, έξι μήνες καθόμαστε και τρώγαμε. Πάλι όμως, μπορούσε να γίνει αυτό,
να μη φεύγαμε; Τι θα κάναμε ανάμεσα στους Τούρκους; Εδώ, τουλάχιστον, είμαστε
σε χριστιανικό έθνος.
16.2.1954


